Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Από τους παλιούς μας Κύκλους (2008)


Μνήμη τον οσίου μάρτυρος ΑΜΠΩ, εκ Τιφλίδος της Γεωργίας   (8η Ιανουαρίου).


Ο άγιος Αμπώ ήταν νεαρός 'Αραβας από την Βαγδάτη, την πρωτεύουσα του απέραντου χαλιφάτου που την εποχή εκείνη (δεύτερο ήμισυ του 8ου αιώνα), εκτεινόταν ως τις εσχατιές της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας. Ανετράφη μουσουλμανικά, έμαθε την τέχνη της αρωμα­τοποιίας και μελέτησε την αραβική γραμματεία. Εισήλθε στην υπηρεσία του πρίγκιπα Νερσή της Γεωργίας, πού βρισκόταν τότε σε δυσμένεια και τον κρατούσαν αιχμάλωτο στην Βαγδάτη.
Όταν ο νέος χαλίφης απελευθέρωσε τον πρίγκιπα (776) και ο Νερσής ανέλαβε εκ νέου την διακυβέρνηση του χριστιανικού βασιλείου της Γεωργίας, ο Αμπώ τον ακολούθησε στην μακρινή εκείνη χώρα, έμαθε την γλώσσα, ενδιαφέρθηκε για τον πολιτισμό της και προπαντός, συγκινημένος από την χρηστότητα των χριστιανικών ηθών, άρχισε να μελετά με ζήλο την Αγία Γραφή και τα δόγματα της Εκκλησίας. Πείσθηκε γρήγορα ότι εκεί βρίσκεται η αλήθεια, δεν μπορούσε ωστόσο να βαπτισθεί από φόβο μήπως τον σκοτώ­σουν αμέσως οι Σαρακηνοί και ζούσε κρυφίως βιωτή χριστιανική. Τρία χρόνια αργότερα, έχασε ο Νερσής γι' άλλη μια φορά την εύνοια του χαλίφη και ο Αμπώ τον συνόδευσε στην φυγή του προς την χώρα των Χαζάρων. Ο Αμπώ μπόρεσε εκεί να βαπτισθεί στο όνομα της Αγίας Τριάδας και να αφοσιωθεί ελεύθερα στην νηστεία και την προσευχή, ακολουθώντας πάντα τον κύριο του στις δοκιμασίες του. Την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αν και ζούσε σε πόλη, αγωνιζόταν όπως οι μεγάλοι πατέρες της ερήμου, υποτάσσοντας τις ορμές της σαρκός στο πνεύμα και απωθώντας τις επιθέσεις των δαιμόνων με την παρατεταμένη νηστεία, την σιωπή και τις αγρυπνίες.
Καθώς ο Νερσής έλαβε την άδεια να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Κάρτλι, ο Αμπώ επέμεινε να τον ακολουθήσει και να ομολογήσει δη­μόσια την μεταστροφή του στους παλιούς του ομοθρήσκους: «Τι αξία θα είχε για μένα να μείνω εδώ οπού δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, ούτε αφορμή να πεθάνω για τον Χριστό;» έλεγε. Φθάνοντας στην Τιφλίδα. ομολόγησε απερίφραστα την χριστιανική του πίστη, παρά τις ύβρεις και τις απόπειρες εκφοβισμού, χωρίς ωστόσο να υποστεί σοβαρότερες παρε­νοχλήσεις.
Τελικά τον συν­έλαβαν (τέλη του 785) και δικάστηκε ενώπιον του εμίρη. Τον έριξαν στην φυλακή, όπου φορτωμένος βαριές αλυσίδες έμεινε δέκα ήμερες νη­στεύοντας, αναπέμποντας ευχαριστίες στον θεό και προσευχόμενος αδιά­λειπτα. Την τελευταία ημέρα, αφού ανήγγειλε στους συντρόφους του ότι η ώρα της ένωσης του με τον Χριστό πλησίαζε, πούλησε τα ρούχα του και ζήτησε να ανάψουν κεριά και να θυμιάσουν υπέρ αυτού σε όλους τους ναούς της πόλης, ώστε να ενισχυθεί με τις προσευχές της Εκκλη­σίας. Κατόπιν, πέρασε όλη την νύχτα της εορτής των Θεοφανείων στέ­κοντας ορθός στην μέση του κελιού του, κρατώντας δύο λαμπάδες που έκαιγαν ώσπου χάραξε. Ο άγιος είπε τότε: «Καθώς ο Κύριος μου Ιη­σούς Χριστός κατήλθε γυμνός αυτή την ήμερα στα ύδατα του Ιορδάνη για να βαπτισθεί, σειρά μου τώρα να κατέλθω στην πόλη, ωσάν μέσα σε αγιασμένα ύδατα, ώστε να βαπτισθώ με το πυρ και το Πνεύμα στο ίδιο μου το αίμα...». Έπλυνε το πρόσωπο του και αρωματίσθηκε ψάλ­λοντας: ‘‘οπίσω σου εις όσμήν μύρων σου δραμούμεν‘‘ (Άσμα 1, 4). Κατόπιν, αφού μετέλαβε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθησε υπάκουα τους δήμιους παρηγορώντας καθοδόν τους πιστούς πού θρηνούσαν. Τους έλεγε: «Μην θρηνείτε δι' έμέ, αλλά χαίρεσθε, ότι πορεύομαι προς τον Κύριο μου». Όταν του έβγαλαν τις αλυσί­δες, τράβηξε απότομα τον χιτώνα του και γυμνός, όπως στο βάπτισμα. με τα χέρια σταυρωμένα και το πρόσωπο ολόχαρο, έκλεινε τον αυχένα κάτω από την μάχαιρα, επικαλούμενος τον Χριστό.
Φοβούμενος ότι οι χριστιανοί θα τιμούσαν την σορό του, οι Σαρακηνοί την έκαψαν και έριξαν την τέφρα στο ποτάμι μαζί με το χώμα που είχε ποτιστεί με το αίμα του μάρτυρος. Όμως, στήλη φωτεινή παρου­σιάστηκε στον τόπο του μαρτυρίου του καθώς και πάνω στα νερά του ποταμού και οι πιστοί μπόρεσαν να συγκεντρώσουν και να τιμήσουν με επισημότητα τα τίμια λείψανα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου