Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Από το χθεσινό μας Κύκλο (16-12-2012)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ (16/12/2012)

            Δύο Κυριακές προ των Χριστουγέννων, η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, μας καλεί σήμερα να τιμήσουμε την μνήμη όλων των κατά σάρκα προγόνων και προπατόρων του Κυρίου, ανδρών και γυναικών, τα ονόματα των οποίων θα ακούσουμε αναλυτικά στην Ευαγγελική περικοπή της ερχόμενης Κυριακής, προ της Γεννήσεως του Χριστού.
Πρόκειται για ανθρώπους που, ενώ έζησαν στην προ Χριστού μακραίωνη περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, στον κόσμο του νόμου και όχι της χάριτος, είχαν προσανατολισμένη την ζωή τους στην προοπτική της ελεύσεως του Σωτήρα, βιώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ζωή εν Χριστώ, προ Χριστού.
Πρόκειται για ανθρώπους που βίωσαν την προσωπική τους δικαίωση και την επιβεβαίωση της πίστης τους με την Γέννηση, την Σταύρωση και την εκ νεκρών Ανάσταση του αναγγελμένου από τον Θεό Σωτήρα, που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν υπήρξαν απλά στην ιστορία, όπως τα αναρίθμητα πλήθη των ανθρώπων που πέρασαν απ’ αυτή τη γη. Το πέρασμά τους έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στην ιστορία και στην μνήμη της Εκκλησίας, γιατί έζησαν προσδοκώντας τον μεγάλο Αναμενόμενο. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να υπάρχεις και στο να ζεις. Πολλοί άνθρωποι υπάρχουν. Λίγοι, όμως, πραγματικά ζουν.
Μόνο εκείνοι που ευχαριστούνται στις εντολές Του και αγαλλιούν στην πραγματοποίηση του θελήματός Του θα περάσουν πέρα από την απλή ύπαρξη και θα βρουν την πραγματική ζωή…»
Ο εορτασμός της μνήμης των Αγίων Προπατόρων και η διάσωση των ονομάτων τους από τις Ευαγγελικές περικοπές των ημερών δεν είναι τυχαία γεγονότα. Γίνονται, πρωτίστως, για να καταδειχθεί η ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού και για να γίνει αποδεκτό, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι «ο Ιησούς, όντας Υιός του Θεού, έχει έλθει «εν σαρκί», ως πραγματική ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή η διαβεβαίωση ήταν άκρως σημαντική στον καιρό των Αποστόλων και στις πρώτες Χριστιανικές γενιές, γιατί, άσχετα με ό,τι συμβαίνει σήμερα, ο πειρασμός της πρώιμης περιόδου του Χριστιανισμού δεν ήταν η άρνηση της Θεότητος του Ιησού, αλλά η άρνηση της πραγματικής και αυθεντικής Του ανθρωπότητας»
Οι Άγιοι Προπάτορες τιμώνται, επίσης, για να καταδειχθεί η εκπλήρωση των επαγγελιών και υποσχέσεων του Θεού προς τον Αβραάμ, ότι ο Σωτήρας θα προέλθει από το δικό του γένος και προς τον Δαυίδ ότι ο Χριστός θα καθίσει πάνω στον δικό του θρόνο και θα βασιλεύσει σε μια βασιλεία που δεν θα έχει τέλος.                                                                                                     
Αυτό, όμως, που ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθεί στο σημείο αυτό είναι ότι ο Θεός εκπληρώνει τις υποσχέσεις του, παρά το γεγονός ότι ο λαός Του δεν παραμένει πάντα πιστός. Ανάμεσα στους Προπάτορες, από τους οποίους προήλθε, κατ’ άνθρωπον, ο Χριστός, «υπάρχουν και αμαρτωλοί και ειδωλολάτρες. Με μια λέξη, ο Ιησούς δεν προέρχεται μόνο από δικαίους και αγίους, αλλά και από πονηρούς και αμαρτωλούς».
Κορυφαίο παράδειγμα ο Δαυίδ, ο οποίος υπέπεσε σε πλήθη μεγάλων αμαρτιών και, εντούτοις, κατέχει κορυφαία θέση μεταξύ των Αγίων Προπατόρων. Η στάση αυτή του Ιησού είναι καθοριστική για την στάση της Εκκλησίας, διαχρονικά, έναντι της αμαρτίας και των αμαρτωλών, όλων μας δηλαδή. Ο Χριστός και η Εκκλησία Του στηλιτεύουν την αμαρτία και καλούν όλους να αγωνιζόμαστε για την απαλλαγή από τα δεσμά της. Την ίδια, όμως, στιγμή δέχεται την μετάνοια των αμαρτωλών, δεν κλείνει τις θύρες της καρδιάς Του σε εκείνους που, ναι μεν αμαρτάνουν, αλλά, αυτοκατακρινόμενοι και μετανοούντες, αναζητούν την χάρη και το έλεος του Θεού. Από τέτοιους ανθρώπους, από τους μετανοημένους αμαρτωλούς, μπορούν να προέλθουν δοχεία αγιότητος σαν κι αυτά των Αγίων Προπατόρων, που εορτάζουμε σήμερα και είθε πάντα να λειτουργούν ως υποδείγματα πίστεως και μετανοίας για όλους μας.


Κυριακ ΚΘ' (ΙΑ' Λουκ) [«Τν γίων προπατόρων»]
  παραβολ το μεγάλου Δείπνου

δ επεν ατ· νθρωπός τις ποίησε δεπνον μέγα, κα κάλεσε πολλούς·  κα πέστειλε τν δολον ατο τ ρ το δείπνου επεν τος κεκλημένοις· ρχεσθε, τι δη τοιμά στι πάντα. κα ρξαντο π μις παραιτεσθαι πάντες, πρτος επεν ατ· γρν γόρασα, κα χω νάγκην ξελθεν κα δεν ατόν· ρωτ σε, χε με παρτημένον. κα τερος επε· ζεύγη βον γόρασα πέντε, κα πορεύομαι δοκιμάσαι ατά· ρωτ σε, χε με παρτημένον.  κα τερος επε· γυνακα γημα, κα δι τοτο ο δύναμαι λθεν. κα παραγενόμενος δολος κενος πήγγειλε τ κυρίῳ ατο τατα. τότε ργισθες οκοδεσπότης επε τ δούλ ατο· ξελθε ταχέως ες τς πλατείας κα ῥύμας τς πόλεως, κα τος πτωχος κα ναπήρους κα χωλος κα τυφλος εσάγαγε δε. κα επεν δολος· κύριε, γέγονεν ς πέταξας, κα τι τόπος στί. κα επεν κύριος πρς τν δολον· ξελθε ες τς δος κα φραγμος κα νάγκασον εσελθεν, να γεμισθ οκός μου. λέγω γρ μν τι οδες τν νδρν κείνων τν κεκλημένων γεύσεταί μου το δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

Από το χθεσινό μας Κύκλο (16-12-2012)


«ΩΣ ΕΝ ΤΩ ΟΥΡΑΝΩ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ»  Ματθ. στ' 10

Το θέλημα του Θεού είναι για τους αγγέλους ο μοναδικός κανών, σύμφωνα με τον οποίο ελεύθερα σκέπτονται, επιθυμούν, ενεργούν. Εργάζονται κάτω από την ευεργετική ώθηση του θελήματος του Θεού, προς το όποιον προσαρμόζουν πάντοτε το δικό τους θέλημα.
Αυτά τα τόσο υπέροχα και τόσο ανώτερα από τους ανθρώπους, ουράνια όντα, οι άγγελοι, είναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» βεβαιώνει ο Από­στολος (Εβρ. α' 14). Δηλαδή είναι υπηρέτες, πού αποστέλλονται από τον Θεό σε μας τους ανθρώπους, τους μελλοντικούς κληρονόμους των αιωνίων αγαθών, για να διακονήσουν στη μεγάλη υπόθεση της σωτηρίας μας.
Τί τιμή για μας και ποια φροντίδα εκ μέρους του Θεού για την σωτηρία μας! Σαν να φανταστούμε αξιωμα­τούχους της ανώτερης κρατικής ή στρατιωτικής βαθμίδας να υπηρετούν, με προθυμία και αγάπη, φτωχούς και άσημους ιδιώτες, ρακένδυτους, δύστροπους και ανυπότα­κτους, με μόνο σκοπό να ανεβάσουν το βιοτικό και ηθικό τους επίπεδο. Κι αυτό, φυσικά, αμυδρή μόνον εικόνα της πραγματικότητας δείχνει. Γιατί οι άγγελοι, σε πολύ με­γαλύτερες και ανώτερης ποιότητας διαστάσεις εκτελούν το έργο τους, μεταξύ των ανθρώπων.
Η μητέρα που πλένει το ακάθαρτο και μουτζουρωμένο παιδί της και το βλέπει έπειτα καθαρό και ευπρεπισμένο δεν χαίρεται τόσο όσο οι φίλοι μας άγγελοι, όταν βοη­θούν μια ψυχή ν ανασυρθεί από τη βρωμιά της αμαρτίας. Ο ίδιος ο Κύριος μας το απεκάλυψε: «γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκά ιε' 10).

Ο προφήτης και ψαλμωδός Δαυίδ, βλέπει τους αγ­γέλους να δοξολογούν τον Θεό δια της αρμονικής και πειθαρχημένης υπακοής στο άγιο θέλημα Του: «εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ. εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ·» (Ψαλμ. ρβ' 20, 21).

Ζητούμε να γίνεται από τους ανθρώπους της γης το θέλημα του Θεού, όπως γίνεται στον ουρανό από τους αγίους αγγέλους. Γιατί, αν δεν μορφώσουμε χαρακτήρα, που να πειθαρχεί και να εκτελεί το θέλημα του Θεού, δεν είναι δυνατόν να έχουμε θέση στον «ουρανό» ανάμε­σα στους αγγέλους και τους αγίους. Πώς μπορείς να ζήσεις στον ουρανό, κοντά στον Θεό, συ που δεν μπόρεσες να ζήσεις στη γη, όπως ήθελε ο Θεός;
Αλλά ας έρθουμε πιο κοντά και πιο συγκεκριμένα στην καθημερινότητα:
α) Στο περιβάλλον, που ζούμε, ερχόμαστε σε επα­φή και αναστροφή, με ένα πλήθος ανθρώπων. Συχνά, ό γείτονας μας ενοχλεί, ό συνεργάτης μας κουράζει, εκεί­νοι από τους οποίους περιμέναμε κάποια ανταπόκριση στους κόπους και τις θυσίες μας απογοητεύουν... Η δική μας στάση ποια είναι; Τους αγαπάμε; Τους εξυπη­ρετούμε; Είμαστε στοιχεία ειρήνης ανάμεσα τους; Συμπαριστάμεθα στις ηθικές και υλικές τους ανάγκες; Επανορ­θώνουμε, τυχόν, αδικίες μας απέναντι τους; Η μεγαλο­ψυχία, η υπομονή, η ανεξικακία, η επιείκεια, η καλοσύνη ρυθμίζουν τις σχέσεις μας μαζί τους; Διαφορετικά, πώς μπορούμε να λέμε ότι ζούμε σύμ­φωνα με το θέλημα του Θεού;   
β) Ένας κόσμος σκέψεων, κινήτρων, πόθων, αισθη­μάτων, αποτελεί τον καθαυτό άνθρωπο. Ένας αθέατος εσωτερικός κόσμος κινεί τα νήματα και έρχονται στην επιφάνεια λόγια, ενέργειες, αντιδράσεις... ρυθμίζει την όλη μας ζωή και πολιτεία. Αγρυπνούμε για τον αγιασμό του; «Τούτο γαρ εστί θέλημα Θεού, ό αγιασμός υμών» (Α' Θεσ. δ' 3). Σαφώς εκπεφρασμένο το θείο θέλημα.
Και πώς να ισχυρισθεί κανείς, ότι ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, όταν ο νους του θολώνει από τους καπνούς της υπερηφάνειας, του θυμού, της μνησικακίας... και η καρδιά του ταράσσεται από πάθη άνομα και αμαρτωλά;
γ) Αλλά στην πρώτη γραμμή έρχεται το θέλημα του Θεού, πού αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό.
Τον αγαπάμε «εξ όλης ψυχής και καρδίας»; Τον ευγνωμονούμε για τη δική Του απεριόριστη και ασύλλη­πτη αγάπη; Του εμπιστευόμαστε ανεπιφύλακτα; Εργαζό­μαστε για τη διάδοση της αληθείας Του και την επικράτηση της βασιλείας Του; Δείχνουμε, επάνω στα πράγμα­τα, την εγκάρδια και ολοκληρωτική αποδοχή του θείου θελήματος;
Είμαι άρρωστος; Ευρίσκομαι «παραπλησίον θανάτου»; «Γενηθήτω το θέλημα Του». Αποτυγχάνω στις θεμιτές επιδιώξεις μου; Ανατρέπονται τα «σχέδια» πού είχα κά­νει, για τον εαυτό μου και για το μέλλον των παιδιών μου; Και πάλι, «γενηθήτω το θέλημα Του». Ο χωρισμός από προσφιλή μου πρόσωπα μου γεμίζει δάκρυα τα μάτια και πόνο την καρδιά; Και τότε, «γενηθήτω το θέλη­μα Του».
Μερικές φορές όμως φαίνεται σαν να κρατάμε κά­ποια «συμπαθητική» απόσταση από τον Θεό καί το θέλημά Του. Κι είναι, περίπου, σαν να Του λέμε: Ναι, Κύριε, Σε αγαπώ, Σε υπακούω, αλλά Σε παρακαλώ, μην επεμβαίνεις τόσο στις προσωπικές μου υποθέσεις. Μη ζητάς λογαριασμό για τις παρέες μου, τον τρόπο ψυχαγωγίας, το ντύσιμο μου, τις διάφορες επιλογές μου στην ιδιωτι­κή μου ζωή. Μην απαιτείς «κατοχή» στην πιο βαθειά περιοχή της καρδιάς μου. Μη ζητάς θυσίες... Ας δουλέ­ψουν κι άλλοι στα έργα της αγάπης, της ιεραποστολής, καιρός να κοιτάξω και τον εαυτό μου...
Κι είναι πράγματι μια λειτουργία, στο βωμό της καρδιάς, η προσφορά της θελήσεως μας στο θέλημα του Θεού. Είναι λατρεία προς τον Θεό η υπακοή στο θέλη­μα του Θεού, γράφει στον «Προορισμό» του ο π. Ευσέβιος Ματθόπουλος. Και μάλιστα «η πλήρης και τελεία και περιεκτική λατρεία» διότι είναι απόδειξη και βεβαίωση της προς τον Θεό αγάπης, όπως ο Κύριος πάλι μας το πληροφορεί  «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ιωάν. ιδ' 21).