Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!

Δεύτε ίδωμεν πιστοί………….
Ω Σύ, μεγάλε Αναμενόμενε


του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σέ ψαλμοί κι ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.

Για Σέ ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
που διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,

στης γής τα πέρατα τα κήρυξε,
πως θείο Παιδί για μάς εδόθη,
π' όλοι θα βρούν σ' Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοί μας πόθοι.

Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ο τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ' όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητής του νιότης!

Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ' αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σάν αύρα, σάν πνοή, σάν φώς,
σάν ορθρινή δροσοσταλίδα.

Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε

- Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον Λατρευτό μας και τον Ένα.

Της νοσταλγίας τ' Αστέρι τ' άγρυπνο
στη Φάτνη Σου μας έχει φέρει.
Κι αν μας εράπισε τα μάγουλα
το χειμωνιάτικο αγριοκαίρι,

κι άν χίλιοι δυό στο δρόμο βρέθηκαν
- ξυπνοί! - να μας περιγελάσουν
και να μας λέν πως είσαι χίμαιρα,
και τρέλα το κυνήγημά Σου,

μα εμείς, ώ θησαυρέ, Σε βρήκαμε,
και τη χαρά μας διαλαλούμε!
Ας είσαι Θεός άυλος κι άπιαστος,
εμείς στα χέρια Σε κρατούμε!

΄Ω Σύ, γλυκιά Πραγματικότητα
που ψηλαφούν τα δάχτυλά μας!
Σε λέμε - κι ας τ' ακούσουν οι άπιστοι -
Κύριο, Σωτήρα, Βασιλιά μας.


Γ. ΒΕΡΙΤΗΣ

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Από το χθεσινό μας Κύκλο (16/12/'18)


O Άγιος Διονύσιος  (17η Δεκεμβρίου)

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο). Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.
Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το. 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.
Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός. Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφόνος του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια.  >>>>>
Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ρωτήθηκε από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρεπόταν να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε  «Άγιος της Συγνώμης».
Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.
Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.

Μονή του αγίου στα Στροφάδια                           Ιερός ναός αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο

Από το χθεσινό μας Κύκλο (16/12/'18)


             ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΔΩΡΑ ΜΑΣ (Λουκ. β’ 1-14)
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, για να μπορέσουμε να Τον αντικρύσουμε, να Τον πλησιάσουμε, να «διαλεχθώμεν» μαζί Του. Ο Χριστός «ἑαυτὸν ἐκένωσε» (Φιλ. β' 7), άδειασε τον εαυτό Του από τη θεϊκή Του δόξα, για να γίνει προσιτός στην ανθρώπινη αδυναμία μας. Για να μπορέσει ο κάθε άνθρωπος  να πέσει με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά Του. Ήρθε ο Θεός και έγινε άνθρω­πος, διότι εμείς «οὐδεπώποτε τὸ μέγεθος τῆς δόξης αὐτοῦ βαστάζειν ἠδυνάμεθα - ἦλθεν οὐχ ώς αὐτὸς ἠδύνατο, ἀλλ' ώς ἡμείς αὐτὸν ἰδεῖν ἠδυνάμεθα» (Ειρηναίος). Έγινε άνθρωπος, γιατί εμείς σε καμιά περίπτωση και ουδέποτε θα μπορούσαμε να αντέξουμε να αντικρύσουμε το μεγα­λείο της θεϊκής Του δόξας- γι αυτό, ήλθε όχι όπως Εκεί­νος μπορούσε, αλλά όπως εμείς θα μπορούσαμε να Τον δούμε.
Και το ασύλληπτο αυτό μυστήριο της. θεϊκής συγκαταβάσεως και αγάπης, έγινε. πραγματικότητα χάριν ημών ή μάλλον χάριν. εμού προσωπικά, πρέπει να σκέπτεται ό. καθένας μας. Κι έρχεται αυθόρμητα το. ερώτημα: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ»;
Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Στα γενέθλια αγαπητών μας προσώπων, προσφέρουμε δώρα στον εορτάζοντα -όχι στον. εαυτό μας. Και καταβάλλουμε μάλιστα πολλή φροντίδα, τα δώρα μας να αρέσουν, να ευχαριστήσουν, να είναι πρωτότυπα.

Τί κάνουμε, όμως, στα Γενέθλια του. Σωτήρα μας; Τα γιορτάζουμε με ένα τρόπο. εντελώς ξένο προς το νόημα και το πνεύμα της μεγάλης γιορτής. Το τιμώμενο πρόσω­πο, ο. ίδιος ο Χριστός, ουσιαστικά απουσιάζει. Βεβαίως προσφέρουμε δώρα, άλλα... στον. εαυτό μας! Ή μάλλον «εἰς  ἑαυτούς καὶ ἀλλήλους»! Καινούργια ενδύματα, κο­σμήματα, επιπλώσεις, στολισμένα δένδρα, ποικιλία φαγη­τών και ποτών, ευχετήριες κάρτες και τηλεφωνήματα, γλυ­κά, δεξιώσεις, διασκεδάσεις, ανταλλαγή δώρων με γνω­στούς και φίλους κλπ !!
Αλλά, τα Χριστούγεννα δεν είναι γιορτή της σάρκας και των αισθήσεων. Βεβαίως και τα υλικά έχουν τη θέση τους, δεν θα τους δώσουμε όμως την προτεραιότητα. Και ο χριστουγεννιάτικος διάκοσμος και τα ωραία φαγητά και η ανταλλαγή δώρων, όλα προσφέρουν στον εορταστικό τόνο και βοηθούν, όχι μόνον την παιδική, αλλά και την ώριμη ηλικία, να ξεχωρίσει το «ασυνήθιστο» αυτών των ήμερων.
Τα Χριστούγεννα, όμως, είναι κυρίως γιορτή της ψυ­χής. Και η λυτρωμένη ψυχή, που συγκλονίζεται από το ασύλληπτο και κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός της θείας Ε­νανθρωπήσεως, βλέπει στον τεχθέντα Κύριο τον προσω­πικό της Λυτρωτή και Σωτήρα. Η ψυχή, που έχει νοιώσει τί θα πει να ζει στην εποχή της Χάριτος, πρέπει κυρίως να πραγματώσει εκείνο, πού ψάλλει η Εκκλησία μας:  «Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».
Τα δώρα, με τα οποία ταιριάζει, οι πιστοί, να «απαντήσουμε» τον Σωτήρα μας, πρέπει να προέρχονται από τον «πλούτο», που με τη δική Του «φτώχεια» αποκτήσαμε, συνιστά ο άπ. Παύλος (Β' Κορ. η' 9). Ας αναφερθούμε συγκεκριμένα σε μερικά:
α) Μια καρδιά καθαρή.
Πόσο αρεστή και αγαπητή είναι στο Λυτρωτή μας, μια καρδιά καθαρισμένη μέσα στο λουτρό της Ιεράς εξομολογήσεως! Άλλωστε, ο ίδιος ο Κύριος το ζητάει το δώρο αυτό της καρδιάς μας: «δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν» (Παροιμ. κγ' 26). Μιας καρδιάς, χωρίς χωματένιες επιθυ­μίες, φτηνές επιδιώξεις, επιπόλαιες αγάπες, χωρίς στενό­τητες, μικρότητες, αντιζηλίες, πικρίες, αντιπάθειες και ότι άλλο απαρέσκει στο θείο Λυτρωτή. Η «κένωσις», το άδειασμα από το θεϊκό μεγαλείο, προς χάριν μας, δεσπόζει στο γεγονός των Χριστουγέν­νων.
 Κάποιο άλλο «άδειασμα» από το φορτίο των αμαρ­τιών μας, καλούμαστε να κάνουμε κι εμείς, για να πλησιάσουμε ουσιαστικότερα το αληθινό νόημα της μεγάλης Γιορ­τής.
β) Μια καρδιά πλούσια.
Από τον πλούτο των δωρεών, πού η δική Του «φτώ­χεια» έφερε στον καθένα μας. Αφού «ὅτι δι' ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν» (Β’ Κορ. η’  9).
Πλούσια σε πίστη. Αυτή η πίστη, θα φέρει στο κέντρο της καρδιάς μας και της ζωής μας, ατομικής και οικογενειακής, τον Εμμα­νουήλ, πού σημαίνει: «μεθ' ἡμών ὁ Θεός». Η παρουσία Του θα δώσει άλλη μορφή στη ζωή μας. Αυτή την καθημερινό­τητα, που κουβαλάει στην πόρτα μας ποικίλες δυσκολίες και «αναποδιές», θα τής δώσει άλλο χρώμα, θα τήν μεταμορφώσει. Εκείνο το «ὑψώθητε» δε σημαίνει «άνοδο του βιοτικού επιπέδου»- σημαίνει ανέβασμα ποιοτικό των λογισμών, των αισθημάτων, των εκδηλώσεων της ζωής μας. Η βαθειά πίστη και ο αληθινός σύνδεσμος με το Σωτή­ρα θα δίνει την οπτική γωνία από την οποία θα βλέπουμε ακόμη και αυτές τις δυσκολίες σαν ευλογίες- το καθημερι­νό καθήκον-ρουτίνα, σαν την πιο όμορφη και τιμητική α­ποστολή.
Πλούσια σε αγάπη. Πρόκειται για την .αγάπη πού είναι κλίμα, α­τμόσφαιρα, μέσα στην οποία αναπνέει και ζει ο πιστός. Πρόκειται, κυρίως, για κείνο το «πλατύνθητε» (Β' Κορ. στ' 13), που αγκαλιάζει εχθρούς και φίλους, μακράν και εγγύς, οικείους και ξένους. Πρόκειται για την αγάπη, πού απλώνει φιλικά το χέρι κι εκεί που ίσως δεν υπάρχουν φιλικές διαθέσεις - μήπως δεν ήμασταν εχθροί του Χρι­στού, όταν «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» (Ψαλμ ιζ’ 10) για τη σωτη­ρία μας; Μια αγάπη, που δεν έχει σχέση με την ανταπόκριση ή την αναγνώριση. Μιαν αγάπη, που κόντρα στον εγωι­σμό, το πείσμα, το υλικό συμφέρον, ρίχνει γέφυρες και σμίγουν οι καρδιές και αδελφώνονται οι άνθρωποι. Για την αγάπη που είναι «μίμηση Θεού». Που μπροστά σε καμιά θυσία δεν υποχωρεί. Αυτή η αγάπη περιβάλλει με φώς, με αγνότητα και αδολότητα τον κάθε συνάνθρω­πο. Αυτή, αλλάζει την ποιότητα της ζωής μας.
Πλούσια σε ειρήνη. Είναι η ειρήνη, που προέρχεται από τον άρχοντα της ειρήνης- από Εκείνον που ήρθε «ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Τίποτα από κείνα πού προσφέ­ρει ή αφαιρεί ο κόσμος δεν την επηρεάζει. Είναι εσωτερι­κή κατάσταση της ψυχής και αφορά τις σχέσεις μας με το Θεό, το συνάνθρωπο και τον ίδιο τον εαυτό μας. Πολυπόθητο και πρώτης ανάγκης αγαθό η ειρήνη, σ' όλες της τις διαστάσεις. Ο προάγγελος της αιώνιας ευτυχίας μας. Αλλά δεν στηρίζεται στις υπογραφές των ισχυρών της ημέρας, ούτε διατηρείται με καταστατικούς χάρτες, εδράζεται μόνον στην πίστη προς τον μόνο Ειρηνοποιό - «αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Εφεσ. β' 14) - και στην αγάπη, που Εκείνος εμπνέει. Αλλιώς, η επιδίωξή της καταντά χίμαιρα. Η αγάπη οπλίζει με υπομονή, ανεξικακία, ανιδιοτέλεια... Όταν λείψει, όλοι και όλα γίνονται ή φαίνονται «εχθρικά». Γι αυτό, η πλούσια σε πίστη και αγάπη καρδιά, κατέχει και τον πλούτο της ειρήνης.
Ο Χριστός έκανε την πρώτη κίνηση από τους Ουρα­νούς προς τη Γη· από μας περιμένει μια δεύτερη, αντίστρο­φη, από τη Γη προς τον  Ουρανό, για να συναντηθούμε μα­ζί Του. Και να 'χουμε να Του προσφέρουμε καρδιές καθα­ρές, δεκτικές στον πλούτο που Εκείνος έφερε για μας. Αυτές οι καρδιές είναι ότι πιο πολύτιμο έχομε να καταθέ­σουμε, σαν δώρο, στα Γενέθλια του Θεού μας, πού ενανθρώπησε, «ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν».

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΝΕΟΣ ΚΥΚΛΟΣ (16/12/2018)



ΦΤΑΝΟΥΝΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ  ΚΑΙ ΘΑ ‘ΝΑΙ Ο ΠΙΟ ΩΡΑΙΟΣ
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ,  ΚΙ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ!!
ΚΥΡΙΑΚΗ 16/12/2018, 11:30 ΠΜ

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (02/12/2018)


O Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος (5η Δεκεμβρίου)
Ο Άγιος Σάββας καταγόταν από το χωριό Μουταλάσκη της Καππαδοκίας και ήταν γιος ευσεβών γονέων, του Ιωάννη και της Σοφίας . Από πολύ νωρίς γνώρισε τις θείες βουλές και αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναστικό βίο. Είχε τόση πίστη που κάποτε μπήκε σε ένα κλίβανο πυρός από τον οποίο βγήκε αβλαβής με τη βοήθεια του Θεού.

Όταν ήταν δεκαοχτώ ετών έφυγε από. το μοναστήρι των Φλαβιανών και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την έρημο της Ανατολής για να συναντήσει τον. Μέγα Ευθύμιο . Ο Ευθύμιος τον έστειλε σε ένα κοινόβιο, το οποίο διηύθυνε ο όσιος ΘεόκτιστοςΟ Άγιος Σάββας κατά την παραμονή του στο κοινόβιο έλαμψε λόγω του χαρακτήρα του και των αρετών του. Μάλιστα ήταν τόσο σοβαρός και ηθικός - παρά το νεαρόν της ηλικίας - που προσαγορεύτηκε παιδαριογέροντας από τον Μέγα Ευθύμιο. Ο Άγιος Σάββας όσο μεγάλωνε τροφοδοτούσε όλο και περισσότερο το πνεύμα του, γι' αυτό και τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Το χάρισμα αυτό το επιστράτευσε στην υπηρεσία των φτωχών και των ασθενών και έτσι επιτέλεσε σημαντικότατα έργα. Για την αγιότητα της ζωής του και για τη μεγάλη του φήμη, είχε σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων δυο φορές πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, προς το βασιλιά Αναστάσιο και έπειτα προς τον Ιουστινιανό.
Σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, το 534 μ.Χ., ανήλθε προς Κύριον εν ειρήνη. Το 584 μ.Χ., το Λείψανο του Αγίου Σάββα ανακομίσθηκε αδιάφθορο όταν ανοίχθηκε ο τάφος του για να ενταφιαστεί ο Ηγούμενος Κασσιανός. Αρχικά διαφυλάχθηκε στη Μονή του και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κατά την περίοδο των Αραβικών επιδρομών.
Για τον χρόνο άφιξης του στη Βενετία επικρατούν δύο παραδόσεις. Η παρουσία του Λειψάνου του Αγίου Σάββα στη Βενετία επιβεβαιώνεται από την σχετική ομολογία του Σαββαΐτου Μοναχού Σωφρονίου στον Μητροπολίτη Ρωσίας Άγιο Μακάριο, το 1547 μ.Χ.  Το 1965 μ.Χ., μετά από ενέργειες του Πατριάρχου Βενεδίκτου, η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέστρεψε το Λείψανο στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και φυλάσσεται έκτοτε στη Μονή του.


ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (03/12/2018)


«ΚΟΙΝΗ ΤΩΝ ΕΠΟΥΡΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΓΕΙΩΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ»
Η έκφραση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.…» είναι αυτή που εκφωνεί ο λειτουργός και ξεκινά το Μυστήριο. Όντως είναι Βασιλεία αυτή που προεξαγγέλει ο ιερέας, στην οποία μας ζητά, μεταφέροντας το μήνυμα του Θεού, να γίνουμε όλοι πολίτες.  Όλος ο λαός συμμετέχει στη λατρεία, δεν παρακολουθεί. Μετέχει με τα «Κύριε ἐλέησον», «Παράσχου Κύριε», «Ἀμήν» κ.τ.λ. Είναι στιγμές μέσα στη Θεία λειτουργία που ο λειτουργός απευθύνεται στο Θεό, ή στο λαό. Και ο λαός απευθύνεται στο Θεό ή στο λειτουργό.  Πρόκειται για «Θείο δράμα» όπου όλοι έχουν το «ρόλο» τους. 

Στη συνέχεια της Θείας Λειτουργίας έχουμε τα λεγόμενα «ειρηνικά» που είναι αιτήματα περί ειρήνης. Ειρήνης προερχομένης «ἄνωθεν», εσωτερικής ειρήνης και πιο γενικά «εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου»..Στα αιτήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται  όλα τα  αναγκαία για τον άνθρωπο. Πρωτίστως,  η σωτηρία του, η υγεία του και τα αναγκαία για τη. διαβίωσή του. Παρακαλούμε για τον ιερό ναό, όπου ιερουργείται το μυστήριο της βασιλείας του Θεού και όπου «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι». Όλοι όσοι φιλοξενούνται στον άγιο οίκο του Θεού, παίρνουν φώς, Χάρη, ειρήνη Χριστού. Είναι ο «ἐπίγειος οὐρανός, ἐν ᾦ ὁ ἐπουράνιος Θεός ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ» (Γερμανός Κων/λεως). Αυτόν τον ιερό χώρο, ο οποίος «γέμει σιγῆς καὶ μυστηρίων ἀπορρήτων» (Χρυσό­στομος), παρακαλούμε να τον διαφυλάξει ο Κύριος καθαρό, μακριά από κάθε βεβήλωση και ασεβή χρήση. Και να προστατεύει όσους με ευλάβεια και πίστη εισέρχονται. Έπειτα οι δεήσεις περιλαμβάνουν κι εκείνους, που βρίσκονται κάτω από το βάρος κάποιας ηγετικής ευθύ­νης, εκκλησιαστικής ή πολιτικής. Και απλώνονται σ' όλο το έθνος και το στρατό. Όλοι, και ο καθένας ξεχωριστά, έχει ανάγκη από τη δύναμη της κοινής προσευχής. Ιδιαίτερα σήμερα, που έχει «κρυώσει» η αγάπη την πολλών (Ματθ. κδ' 12), που όλο και πιο αποκομμένοι και απο­ξενωμένοι νοιώθουμε ο ένας από τον άλλον, είναι ανάγ­κη, καθώς ο ιερεύς δέεται για τους απόντες αδελ­φούς, τους «ἐν ἀνάγκη καὶ περιστάσει» ευρισκομένους, όχι μόνον ο νους, άλλα και η καρδιά να συνοδεύει τα αιτή­ματα. 
Και πάλι, ξαναγυρίζοντας στον εαυτό μας, ικετεύου­με να μας γλιτώσει η αγάπη του Θεού από καταστάσεις θλίψεως, οργής και διαφόρων κινδύνων, που μπορεί να μας εκτρέψουν από την τροχιά του θελήματος του Θεού και να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο τη σωτηρία μας.      
 Σε κάθε αίτημα ο λαός απαντά: «Κύριε ἐλέησον». Δυο λέξεις ζυμωμένες με το δάκρυ και την ελπίδα των πιστών ανά τους αιώνες. Προσευχή προσφιλής των ταπεινών ψυ­χών και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη στο Θεό. Περιέχει δοξο­λογία και δέηση. Με το «Κύριε» αναγνωρίζουμε στο Θεό κυριότητα επί όλης της υπάρξεως μας και των αγαθών μας. Παίρνομε αμέσως, τη θέση που μας πρέπει απέναντι Του, όποιοι και αν είμαστε. Αυτός είναι ο «Κύριος τῶν κυριευόντων». Σ' Εκείνον α­νήκει η πρώτη θέση στην καρδιά μας και ο πρώτος λόγος στη ζωή μας. Είναι μια Εξουσία, που δεν υποδουλώνει, δεν μειώνει, αλλά ελευθερώνει και ολοκληρώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα.   
Και οι ευχές καταλήγουν στην εκφώνηση: «Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα... εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Πόσες φο­ρές επαναλαμβάνεται η τελευταία φράση: «εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» και κάθε φορά η Εκκλησία μας, χτυ­πάει καμπάνες, για όλους εμάς τους βαρήκοους στο μή­νυμα της αιωνιότητας!  Ανοίγει παράθυρα προς το ιλαρό πρόσωπο της βασιλείας του Θεού!