Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΜΑΣ (17/03/2019)


Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων  (18Η Μαρτίου)

Ο Άγιος Κύριλλος γεννήθηκε το 313 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος υπό του Επισκόπου Ιεροσολύμων Μαξίμου Γ', τον οποίο διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα τις αρχές του 348 μΧ, είτε διότι ο Μάξιμος απομακρύνθηκε από τους Αρειανούς, είτε διότι πέθανε.

Ο Αρειανός Μητροπολίτης Κασαρείας Ακάκιος ενέκρινε την. εκλογή του και τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Ο Άγιος όμως δεν έμεινε εκτός του κλίματος της εποχής, ως προς τους δογματικούς αγώνες και από τους πρώτους μήνες της αρχιερατείας του αποδείχθηκε με τις Κατηχήσεις του, υπερασπιστής της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Η δογματική τοποθέτηση του Αγίου Κυρίλλου υπήρξε η πρώτη αιτία ρήξεως με τον Ακάκιο, που ζητούσε διάφορες αφορμές για να καταστρέψει τον Άγιο. Δεύτερη αιτία ήταν η διαφορά σχετικά με την. δικαιοδοσία των δύο εδρών. Λόγω καταστροφής των Ιεροσολύμων η Χριστιανική κοινότητα διασκορπίστηκε, μετά δε την επανοικοδόμηση της οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, γι' αυτό σε Μητρόπολη αναδείχθηκε η πρωτεύουσα της Παλαιστίνης, Καισάρεια. Όταν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων αυξήθηκαν, η Επισκοπή Ιεροσολύμων ζήτησε αποκατάσταση της παλαιάς της θέσεως. Το 325 μΧ η Α' Οικουμενική Σύνοδος, όριζε να τιμάται ιδιαίτερα κατά τα αρχαία έθιμα ο Επίσκοπος Αιλίας (Ιεροσολύμων), η δε Μητρόπολη Καισαρείας να διατηρεί το οικείο αξίωμα. Η ασάφεια προκάλεσε διένεξη μεταξύ του Αγίου Κυρίλλου και του Ακακίου. Ο τελευταίος, λόγω της υποστηρίξεως από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μΧ),  βρήκε πρόφαση κατά του Αγίου Κυρίλλου, ότι σε καιρό λιμού πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα για να βοηθήσει άπορους και καθαίρεσε τον Άγιο διά Συνόδου το 357 μΧ.
Ο Άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του Επισκόπου Σιλβανού. Ωστόσο ο Άγιος Κύριλλος ζητούσε να διερευνηθεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο, η οποία συνήλθε το έτος 359 μΧ στα Ιεροσόλυμα, τον αποκατέστησε και τον αθώωσε, αλλά ο Ακάκιος,  κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τις αποφάσεις της Συνόδου των Ιεροσολύμων δι' άλλης Συνόδου, η οποία συνήλθε το έτος 360 μΧ στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου Κυρίλλου.
Ο Άγιος Κύριλλος επέστρεψε στην έδρα του, όπως και οι λοιποί εξόριστοι Επίσκοποι, το έτος 361 μΧ, επί Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος για να έχει κοντά του όλους τους εχθρούς του Κωνστάντιου, ανακάλεσε τους εξόριστους Αρχιερείς. Ο Άγιος αισθανόταν την ανάγκη να επιδοθεί στη διαποίμανση του ποιμνίου του. Αλλά μετά τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτου, στις 26 Ιουλίου 363 μΧ, εξορίσθηκε και πάλι από τον αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μΧ) για ένδεκα χρόνια και επανήλθε στα Ιεροσόλυμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το  378 μΧ.  Ο Άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το 387 μΧ.
Το κύριο έργο του είναι οι Κατηχήσεις (23 στο σύνολο), οι οποίες εκφωνήθηκαν κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Διακαινησίμου εβδομάδας το 348 μΧ στη βασιλική της Αναστάσεως. Σκοπός των Κατηχήσεων ήταν αφ' ενός μεν η εισαγωγή των Κατηχουμένων στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως και του ηθικού βίου των Χριστιανών, αφ' ετέρου δε η φανέρωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας στους Νεοβαπτισθέντες. Η αξία των Κατηχήσεων του Αγίου Κυρίλλου είναι ανυπολόγιστη. Εμφανίζει με τόση παραστατικότητα όλο το τελετουργικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και το μυστηριακό και αγιαστικό σύστημα με τόση καταπληκτική ομοιότητα προς τα μέχρι σήμερα τελούμενα στο ναό, ώστε δικαιολογημένα θεωρούμε ότι οι Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου αποτελούν έκτυπη αναπαράσταση και στην πράξη διατήρηση αυτής της ίδιας της Αποστολικής Τελετουργικής Παραδόσεως.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΜΑΣ (17/03/2019)


Κυριακή της ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Πυκνό και μεστό εορτολογικών θεμάτων το παρόν Σαββατοκύριακο! Το θαύμα του Αγίου Θεοδώρου, η αναστήλωση των εικόνων, η εορτή της Ορθοδοξίας! Όλη αυτή η εβδομάδα πού πέρασε είναι αφιερωμένη στην π ί σ τ η και μάλιστα στην πίστη πού έδειξαν οι απόστολοι, οι προφήτες, οι ομολογητές, οι Άγιοι της ορθοδοξίας. Χαρακτηριστικό είναι το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής, που είναι ύμνος στην πίστη των προφητών και των δικαίων της ΠΔ.
Πίστη σημαίνει και πιστότητα, γνησιότητα, αλλά και ελπίδα. Να γιατί, προβάλλεται αυτή την πρώτη εβδομάδα της σαρακοστής. Έχουμε έναν στόχο: τον Αναστημένο Χριστό, το Πάσχα της Εκκλησίας. Στο μακρινό ταξίδι δεν φτάνει να ξέρουμε πού πηγαίνουμε, αλλά και ΠΟΙΟΝ θα συναντήσουμε.
Χωρίς το όπλο της πίστης, της υπομονής, της γνώσης πώς θα βγούμε στο μέγα πέλαγος με τις τρικυμίες και τους πειρασμούς; Χωρίς την γνησιότητα, πώς θα φτάσουμε στο αναγνωρίσιμο λιμάνι; Και χωρίς την ελπίδα της επαγγελίας, με ποιό θάρρος θα διαπλεύσουμε άφοβα; Μας καλεί η Εκκλησία να στερεωθούμε στην πίστη. Για να προχωρήσουμε περαιτέρω.
Λιτανεύουμε σήμερα τις άγιες Εικόνες, τα Τίμια Ξύλα του Σταυρού, τα λείψανα. Με αυτήν την μεγαλόπρεπη τελετή, δεν ομολογούμε μόνον την αληθή σάρκωση του Λόγου του Θεού, ούτε τον καθαγιασμό των αγίων ανδρών και γυναικών και των τιμίων συμβόλων. Είναι μια απόδειξη ομολογίας αυτή η λιτανεία, η ύψωση, η περιφορά.

Αυτή η χαρμόσυνη πανήγυρη, γίνεται για να διατρανώσουμε, την πίστη και την προσδοκία στην επαγγελία της Ανάστασης. Ιδού, που η πορφυροβαμμένη με τα ιερά αίματα των Μαρτύρων και Ομολογητών της πίστεως η Νύμφη του Χριστού Εκκλησία, λαμπρύνεται και δοξάζεται. Είναι μια ομολογία δόξας, αλλά ταυτόχρονα και ένας αρραβώνας, μία δέσμευση.
Είναι σαν να καθομολογούμε αφοσίωση σε μια ζωή μαρτυρίου και μαρτυρίας, θυσιαστικής έως θανάτου αγάπης για τον Χριστό. Και σε αυτή την ομολογία δεν υπάρχει ίχνος φανατισμού ή μισαλλοδοξίας. Γιατί η καθομολογία μας υψώνοντας τις εικόνες, φωτίζεται από το φως της ελπίδας και της βεβαιότητας στην ανάσταση την δική μας, στην αποκατάσταση όλης της ανθρωπίνου φύσεως και της κτίσης του Θεού την ανακαίνιση.
Εορτάζουμε την δόξα και την φιλανθρωπία του Κυρίου και υποσχόμαστε αφοσίωση και αγώνα. Ομολογούμε πώς και ο δικός μας δρόμος θα είναι σταυρώσιμος, αλλά ιδού που στο τέλος της πορείας φέγγει η αγία δικαίωση και πέραν αυτής η ατελεύτητη δόξα και χαρμονή.
Στην εικονοκλαστική κοινωνία της περιφρόνησης και της πνευματικής αδιαφορίας, η χαρά του Χριστιανού, η αγάπη και η μέριμνα του για τον καθαγιασμό της φύσης του, και του κόσμου γύρω του, μοιάζει με βλάσφημη παραφωνία. Αντικρύζουμε καθημερινά τον ευτελισμό του ανθρωπίνου προσώπου, την καθυπόταξη του ψυχοσωματικού ανθρώπου, υπέρ ού απέθανεν Χριστός στα βδελυρά πάθη και την οικολογική καταστροφή πού μαρτυρεί σκοτισμό και δαιμονισμό ακόμα της συνείδησης μας.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μια προκλητική πράξη της Εκκλησίας, μια δημόσια ομολογία και αντιστροφή των κοσμικών τετριμμένων, προς τα άνω. Μια υπενθύμιση για αποκατάσταση και επιστροφή, στην πηγή της ωραιότητας, της ζωής, της δημιουργίας, της θείας ενέργειας που ουσιοποιεί το πάν!
Ας γίνουμε λοιπόν καθ’ όλον το έτος, μάρτυρες και ποιητές αυτής της ανακαίνισης και σύμβολα ζωντανά της αναστάσεως, πού παρέχει ο Δημιουργός και Παντοκράτωρ Κύριος. Ας γίνουμε το κάτοπτρο του Ενός φωτός, του ωραίου, απερίγραπτου και ανακαινιστικού, ομορφαίνοντας τον κόσμο γύρω μας. Αυτή είναι η αληθινή ομολογία!»      π.Παντελεήμων Κρούσκος

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΝΕΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ (17/03/2019)



ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΡΤΙΟΥ, 
ΕΚΤΑΚΤΩΣ, 
Ο ΚΥΚΛΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ 
ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ(!!) ΣΤΙΣ 18:00 
ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΠΡΩΙΝΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ 
ΤΟΥ ΚΟΥ ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗ.

ΚΥΡΙΑΚΗ 17/03/2019 ΩΡΑ 18:00

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (03/03/2019)


O Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ο εκ Ραψάνης (5η Μαρτίου)

Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ανήκε σε ανώτερη κοινωνικά και οικονομικά οικογένεια της Ραψάνης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χατζηλάσκαρης και ήταν υιός του Αναστασίου Ψάλτου. Δεν είναι γνωστό όμως αν το Ψάλτου είναι επώνυμο ή ιδιότητα του Αναστασίου. Η μητέρα του Νεομάρτυρα είχε το όνομα Σμαράγδα,  θυγατέρα του Θεόδωρου Σακελλαρίδου.

Ο Γεώργιος παρουσιάζεται από την παράδοση ως τρόφιμος και απόφοιτος της ανωτέρου επιπέδου Σχολής Ραψάνης. Η ορεινή κωμόπολη της Ραψάνης άκμαζε οικονομικά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, όπως και ο Τύρναβος και τα Αμπελάκια. Είχε βιομηχανία, έκανε εξαγωγή εξαίρετου κρασιού και αποτελούσε πόλο έλξεως για τα γύρω χωριά του κάτω Ολύμπου. Ενώ λοιπόν υπήρχαν οι οικονομικές προϋποθέσεις, ο λογιότατος και ιδιαίτερα δραστήριος Επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος, ο οποίος θεμελίωσε και προστάτευσε και τη σπουδαία Σχολή στα Αμπελάκια, προέβη στην ίδρυση και της εν λόγω Σχολής το έτος 1767 μ.Χ. Σε αυτή μαθήτευσαν και ο Βασίλειος ο Ραψανιώτης, ένας από τους άριστους μαθητές στην Αθωνιάδα Ακαδημία (1753 - 1758 μ.Χ.) του Ευγενίου Βούλγαρη και ο Ιωνάς Σπερμιώτης, ένας από τους διακεκριμένους δασκάλους εκείνης της εποχής και περιζήτητος γι' αυτό στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και άλλοι. Κατά την Επανάσταση και λίγο πριν από αυτή, σταμάτησε να λειτουργεί η Σχολή και επαναλειτούργησε το 1830 μ.Χ.
Αφού αποφοίτησε ο Γεώργιος από τη Σχολή, ασκούσε στην γενέτειρά του το επάγγελμα του γραμματοδιδασκάλου με ζήλο ένθεο και νεανικό σφρίγος, εμπνέοντας τους νεαρούς μαθητές του και δημιουργώντας στις αδιαμόρφωτες ψυχές τους ζωηρά ιερά και εθνικά βιώματα. Η Ραψάνη αποτελούσε πόλο έλξεως για τα χωριά του κάτω Ολύμπου. Αποτελούσε αφορμή καυχήσεως για ένα γονέα να αποστέλλει για σπουδές τον υιό του στη Ραψάνη.
Την εποχή εκείνη, για την οποία κάνουμε λόγο, τα παραποτάμια χωριά της περιοχής κατοικούνταν ως επί το πλείστον από Οθωμανούς, που συναλλάσσονταν, μέχρι και συνδέονταν ακόμη σε περιορισμένη βέβαια κλίμακα, με Έλληνες Χριστιανούς. Ένας Οθωμανός, κάτοικος της κωμοπόλεως Δερελί (Γόννοι) και οικογενειάρχης, επιθυμώντας ο υιός του να τύχει αξιόλογης παιδείας, τον απέστειλε οικότροφο σε φίλο του που διέμενε στη Ραψάνη.
Άρχισε έτσι το τουρκόπουλο να παρακολουθεί και να μαθαίνει τα στοιχειώδη γράμματα μαζί με τα ελληνόπουλα, στα πόδια του γραμματοδιδάσκαλου Γεωργίου. Ο μικρός Αγαρηνός προσαρμόστηκε σύντομα στο κλίμα του σχολείου και συναγωνιζόταν τους συμμαθητές του, ενθαρρυνόμενος και από τον διδάσκαλό του, ίσως τυγχάνοντας από εκείνον και ιδιαίτερης φροντίδας.
Με το δεδομένο ότι η Ελληνική παιδεία με δυσκολία διαχωριζόταν από τη χριστιανική κατήχηση, ο μικρός αλλοεθνής, λίγο - λίγο αλλά σταθερά επηρεαζόταν από τη χριστιανική πίστη και ζωή. Σε αυτό ασφαλώς και αποφασιστικά συνέβαλε και η προσωπικότητα του δασκάλου του. Συνέβαλε όμως και η γοητεία των εκκλησιαστικών Ακολουθιών, τις οποίες ως αυτοπρόβλητος κατηχούμενος παρακολουθούσε. Αλλά η σημειούμενη αλλαγή του μικρού Αγαρηνού, στα φρονήματα, τις πεποιθήσεις και τα ήθη, δεν ήταν δυνατόν να μείνει απαρατήρητη. Αρχικά στο οικογενειακό του περιβάλλον, κάθε φορά που μετέβαινε για διακοπές στο Δερελί, και στη συνέχεια στο συγγενικό και ευρύτερο κύκλο γινόταν αισθητή η μεταβολή, κάτι που δημιουργούσε ανησυχίες και ερέθιζε τους Οθωμανούς. Αλλά η πρόκληση έγινε μεγαλύτερη και η δυσφορία των Αγαρηνών αφόρητη, όταν με τον καιρό ο μικρός και αυθόρμητος προσήλυτος όχι μόνο εκφραζόταν με εκτίμηση για τα ιερά των Ρωμιών, αλλά και, αντιδιαστέλλοντας αυτά προς τα αντίστοιχα των ομοεθνών του, υποτιμούσε τα ιερά των Μωαμεθανών και τα περιφρονούσε. Όπως ήταν επόμενο, όσοι εξοργίσθηκαν αναζήτησαν τον ένοχο της «προσβολής». Τον εντόπισαν στο σχολείο της Ραψάνης. Τον έσυραν δέσμιο για τα περαιτέρω στον Τύρναβο, όπου από το 1811 μ.Χ. είχε έδρα του ο διορισμένος Σατράπης της Θεσσαλίας, Βελή Πασάς, υιός του Αλή Πασά του Τεπελενλή.
Γνωστό είναι ότι η διαδικασία ήταν σύντομη και τελεσίδικη. Η απόφαση δεν ήταν η προβλεπόμενη και η συνηθισμένη σε παρόμοιες αφορμές: εκτέλεση διά βασανισμού. Συγκεκριμένα ο Νεομάρτυς Γεώργιος αποκεφαλίσθηκε, αφού προηγουμένως υπέστη πολλά και ποικίλα οδυνηρότατα μαρτύρια. Τον έκλεισαν σε πυρακτωμένο λουτρό, γυμνό από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Τον τρύπησαν με σιδερένια νύχια. Του κάρφωσαν τα πόδια σε πέταλα. Τον διαπόμπευσαν σε όλο τον Τύρναβο. Τον κάρφωσαν σε τετράγωνο στύλο ίσο στο ύψος με τον Μάρτυρα και αφού τον περιτύλιξαν με σχοινιά βουτηγμένα στην πίσσα, στη νάφθα (ακάθαρτο πετρέλαιο) και σε άλλα ελαιώδη και οινοπνευματώδη υγρά, τον παρέδωσαν στη φωτιά. Όμως με τη Χάρη του Θεού, προς ενίσχυση του Αγίου, ο Μάρτυρας δεν έπαθε τίποτα.

Το έτος της αθλήσεως του Νεομάρτυρα Γεωργίου είναι το 1818 μ.Χ. Τότε ο Άγιος βρισκόταν στο εικοστό, τουλάχιστον, έτος της ηλικίας του. Από τα παλαιότατα χρόνια μέχρι και σήμερα, από τη μεριά του Τιταρησίου ποταμού, υπήρχαν στρατώνες. Εκεί λοιπόν και κοντά στη μακρά γέφυρα, άθλησε και ενταφιάσθηκε ο Νεομάρτυς Γεώργιος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το λόγο ότι και στις δύο ιστορήσεις στις άγιες εικόνες, στα πόδια του Αγίου εικονίζεται η εν λόγω γέφυρα. Την πρώτη ήδη εκείνη νύχτα είδαν οι Τούρκοι σκοποί των στρατώνων «οὐρανομήκη» στήλη φωτός, που σημάδευε τον τάφο του Νεομάρτυρα. Την επόμενη ενημέρωσαν γι' αυτό τους προϊσταμένους τους. Εκείνοι και με τα ίδια τα μάτια τους διαπίστωσαν την φωτοφάνεια και κατά την δεύτερη νύχτα και ανέφεραν σχετικά την επόμενη στον Βελή πασά, τον οποίο και προκαλούσαν, εάν επιθυμούσε, να διαπιστώσει και προσωπικά το εξαίσιο φαινόμενο. Εκείνος ο υπερφίαλος, αφού απαξίωσε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο γεγονός, διέταξε να προσκληθούν το συντομότερο στη Ραψάνη οι συγγενείς του Νεομάρτυρα, να ξεθάψουν και να παραλάβουν το ιερό σκήνωμά του, πράγμα το οποίο και έγινε. Τα άγια λείψανα μετακομίσθηκαν από το κοιμητήριο της Ραψάνης, το οποίο ήταν γύρω από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην αρχοντική οικία Καραζήση, σε ειδικά αφιερωμένο δωμάτιο, το οποίο είναι προσιτό σε κάθε ευλαβή προσκυνητή. Τα τελευταία έτη ανεγέρθηκε Ιερός Ναός προς τιμήν του Αγίου προστάτη της Ραψάνης όλων των πιστών, ιδίως των ορθοδόξων εκπαιδευτικών.

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (03/03/2019)


 Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
«φ' σον ποιήσατε ν τούτων τῶν δελφν μου τν λαχίστων, μο ποιήσατε»  (Ματθ. κε' 40).
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη­τα του Θεού-Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσις ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε­ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ­βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».
Καλούμαστε, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή­σουμε
τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρας ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», να κρίνει τον κόσμο. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε­ρο , θα κρίνει όχι μόνο τους Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί­ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι­στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτο , βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθο­λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι γνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ­μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πως δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή­σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.
Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ­ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθενται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ­λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητας, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητας. Δεν δικαιούμαστε ενώπιον του Κριτή μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.
Κρινόμαστε βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά­πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν­θρώπινης κοινωνίας. Ο Θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό­νομα και ανεξάρτητα. Μας έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε­ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρισμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτή. Για­τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και όλη η άσκησή μας. Αν όλα αυ­τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια­κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Που βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.
 Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε­ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε­ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το «ταμιείον» του καταφεύγει ο Χριστια­νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α­τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ­θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμιά δύναμη: «Κοίταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ­ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμαστε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια­νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.
Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμαστε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητας του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά­σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;

Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο­σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ.  Μας σώζει ή μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεται κάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ­μογή στη ζωή μας. Όπως ο κηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α­θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α­γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α­πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.
Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό­νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα­ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι­κή.
Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ­λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά­πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά:«ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18).  Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χριστού. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει.       πρ. Γεωργίου Μεταλληνού