Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Από το χθεσινό μας Κύκλο (19/02/'17)

Μόλις άρχισε να πέφτει λίγος κατακλυσμός, ο Νώε άρχισε να σκέφτεται τι θα κάνουμε, θα πάρουμε τα Βουνά; Όμως την άλλη μέρα δεν έβρεξε για μια-δυό Βδομάδες και είπε ο Νώε, άραγε θα Βρέξει ή όχι; Τότε ήρθε μιαν αστραπή, κάτι σαν Βροντοπελέκι και μπουρίνι και η Ρομβαία τ' αρ­χάγγελου χτύπησε την πόρτα, μπήκε μέσα κι έκατσε. Λέει ο Θεός με στέλνει γιατί ξέρει που είσαι καλός κενάρετος άνθρωπος και λέει ο Θε­ός ετοιμάζει καταστροφήν κατακλυσμού μεγάλου, σε 40 Βδομάδες θα Βρέχει γαϊδάρους και καρεκλοπόδαρα συνεχώς για 40 μερόνυχτα και, μάλιστα, ασταμάτητα και θ' ανοίξουν οι ποταμοί κι οι καταράχτες τ' ου­ρανού του Θεού από τα πουράνια ακράτητοι να φτάσουν και να περάσουν ως και το όρος 'Ολυμπος ακόμα.
Και θα πνιχτούνε όλοι οι άνθρωποι; ρώτησε τη ΡομΒαία ο Νώε; Βεβαίως, είπε η ΡομΒαία αλλά ο Θεός σε διατάζει να μη το πεις πουθενά αυτό σε κανέναν, θα πνιχτούνε γιατί είναι αρματολοί και κλέφτες αλλά και κάπως ψεύτες, απατεώνες και φονιάδες. Και ο Θεός σε θέλει τώρα εσένα να παρατήσεις τα πάντα και να φτειάξεις ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο - κα­ράβι που θα το Βαφτίσεις τον Κιβωτόν του Νώε και μέσα στο εσωτερικό του κιβωτού θα βάλεις τους δικούς σου ανθρώπους και από ένα ταίρι -ζευγάρι από όλα τα ζώα της στεριάς, ψάρια δε χρειάζεσαι να βάλεις για­τί αυτά ο Θεός θα τα αφήσει να ζήσουνε, εκτός απ' αυτά που μπαινοβγαίνουνε στη θάλασσα, καβούρια και τέτοια και που είναι αρματολά και λοξοπερπατάνε. Τα άλλα, τα αμφίδια που είναι τα βατράχια θα τ' αφήσεις να κολυμπάνε ξοπίσω του Κιβωτού του Νώε και πότε - πότε ν' ανεβαίνουν να ξαποστάσουνε. Αλλά αν εσύ τα πεις κάπου όλα αυτά, τότε θα γίνεις κι εσύ αρματολός κι εσύ σαν τους άλλους και θα πνιχτείτε όλοι σας δηλαδή το σόι όλο, κατάλαβες;
Κατάλαβα είπε κι ο Νώε και είπε να πεις του Θεού πως ο Νώε δεν τον επρόδωσε ποτέ και ούτε και τώρα θα τον προδώσει. Η Ρομβαία έφυγε αστραπή - μπουρίνι όπως είχε έρθει και ο Νώε μάζεψε το σόι κι άρχισαν να μαζεύουνε κορμούς και να τους πλανίζουνε να φτιάξουνε σανίδες και μαδέρια για 4 βδομάδες μαζεύανε - πλανίζανε. Μετά αρχίσανε τη δου­λειά του ταρσανά δουλειά σαν κάτω στο καρνάγιο του νησιού στην Παρκιά και στο Δρυό. Πριόνιζαν - καρφώνανε, καλαφατούσαν - έβαφαν. Οι άλλοι τους κορόιδευαν και λέγανε πάει τόχασε ο γερο-Νώε και τ' ολίγον που τόχει 'πομείνει, πάει για καπετάνος τώρα στα γεράματα. Τι θα το κά­μεις το καραβόσπιτο Κυρ-Νώε, μοιάζει με το τσίρκουλο το Συριανό. Άστους να λένε, έλεγε ο Νώε και δούλευε ασταμάτητα. Αλλά είχε αρχίσει να πέφτει πάλι σιγά - σιγά λίγος κατακλυσμός και ο Νώε με το σόι σβελτάρανε το μαστόρεμα και άρχισαν να μαζώνουν τρόφιμα για το ταξίδι, κοσέρβες και φουντούκια και σταφίδες και παξιμάδια και βρασμένα αυγά σφτχτά και λαδοτύρια και κρασί και βιβλία να διαβά­ζουνε τα βράδια. Για νερό πήρανε μόνο ποτήρια γιατί από νερό άλλο τί­ποτα, δόξα νάχει ο ύψιστος, θα είχανε αρκετό.
Και η βροχή δυνάμωνε και σκέπασε την καρένα του Κιβωτού του Νώε και μετά πήρε ν' ανεβαίνει στο ήσαλο και την ημέρα εκείνη όλο το σόι αμολυθήκανε και μαζέψανε απ' όνα ταίρι - ζευγάρι όλα τα ζωντανά της στε­ριάς μαζί και τα πουλιά γιατί η Ρομβαία είπε η βροχή θα πάει πιο αψηλά κι απ' τον Όλυμπο. Μόλις μπήκαν μέσα όλα, μπήκε και το σόι, κλείσανε τις μπουκαπόρτες και τα μεσάνυχτα νοιώσανε τον Κιβωτό του Νώε να πη­γαίνει απαλά πέρα - δώθε. Κύτταξε ο Νώε από τη μεγάλη τη φιλιστρίνα και μεσ' τις αστραπές είδε που είχανε σαλπάρει για τα καλά κι εδώ και κει έπλεκαν πνιχμένοι οι άνθρωποι.
Σαράντα τα μερόνυχτα μέσα στο καραβόσπιτο και η βροχή δε στάθηκε, ξεπέρασε ακόμα και το μέγα Όρος Όλυμπος. Πάνω στο σκάσιμο του σαραντάημερου μια περιστερούλα πέταξε και μετά γύρισε πίσω κι έφερε κλωναράκι ελιάς, σημάδι που τα νερά κατέβαιναν. Σε λίγες μέρες το πλεούμενο κάθησε μαλακά πάνω στη στεριά στο νησί της Νάξος και βγή­κε ήλιος φωτεινός. Περιμένανε μιά - δυό μέρες να στεχνώσει καλά το χώ­μα. Μετά άρχισε το ξεμπουκάρισμα.
Το πρώτο που κάνανε ήτανε προσευχή στο Θεό, μετά ένα καλό πλύσιμο και μετά ξαμολήθηκαν στη γη να ζήσουν ευτυχισμένοι. Γι' αυτό ο Νώε θε­ωρείται και ως ο πρώτος ναυπηγός της ιστορίας στην ανθρωπότητα.

(Έκθεση Ιδεών με θέμα «Ο Κατακλυσμός του Νώε», δημοτικό σχολείο, Πάρος, 1966, αυθεντική ορθογραφία)

Από το χθεσινό μας Κύκλο (19/02/'17)

Ο Παύλος στην Αθήνα (Πραξ. ιζ’ 15-16 ).
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πολλά θα είχε ακούσει για την Αθήνα στην πατρίδα του, την Ταρσό, από την οποία μάλιστα τρεις συμπατριώτες του είχαν γίνει κατά τους καιρούς εκείνους και διευθυντές σε μια ξακουσμένη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, στη σχολή των Στωικών. Έπειτα, είχε διαβάσει ο ίδιος μερικά τουλάχιστον συγγράμματα των αρχαίων σοφών και ποιητών, είχε γνωρίσει αρκετά την ελληνική φιλοσοφία και όπως όλος ο κόσμος, θα είχε θαυμάσει το λαό αυτό, που είχε αναδείξει τόσο μεγάλους σοφούς.
Εδώ στην Αθήνα δοκίμασε τώρα ο Παύλος μια μεγάλη έκπληξη. Γύριζε τους δρόμους και την αγορά και τού έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση το πλήθος των ειδώλων και των αγαλμάτων. Δεν έβλεπε βέβαια για πρώτη φορά ελληνική πόλη και αγάλματα. Η Ταρσός και η Αντιόχεια ήτανε ελληνικές πόλεις. Οι Φίλιπποι, η Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις που είχε περάσει ήταν ελληνικές. Όλες αυτές και μάλιστα η Αντιόχεια είχαν πολλά αγάλματα αφιερωμένα σε ένα πλήθος θεών.
Στην Αθήνα, όμως, το πράγμα είχε παραγίνει. Στους ναούς, στους δρόμους, στις πλατείες, στις εισόδους της πόλεως, στις αυλές και στα σπίτια υπήρχαν αναρίθμητα αγάλματα, παλιά και νέα. Παρά τις λεηλασίες των Ρωμαίων, η Αθήνα είχε την εποχή εκείνη περισσότερα αγάλματα, από όσα είχε όλη η άλλη Ελλάδα. Και τα αγάλματα αυτά ήσαν γεννήματα της ειδωλολατρικής εποχής, συνδέονταν με την ειδωλολατρία  αλλά και προωθούσαν την ειδωλολατρία.
Πώς λοιπόν να μην δυσφορεί και μην εξερεθίζεται ο απόστολος Παύλος, που έβλεπε «κατείδωλον τὴν πόλιν»; Αυτός ήρθε να κηρύξει το Θεό και βρέθηκε μέσα στα εί­δωλα. Μπορεί να θαύμαζε την τέχνη, αλλά τα έβλεπε και σαν γεννήματα και τροφοδότες της πλάνης. Πολλές φορές θα θυμήθηκε ασφαλώς το «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα… οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου». Θα σκεπτόταν ο Παύλος «πώς συμβαίνει ένας τόσο μορφωμένος λαός να έχει τόσα και τό­σα είδωλα; Δεν κατόρθωσε λοιπόν με τη σοφία του να καταλάβει ότι οι ειδωλολατρικοί θεοί είναι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι; Και αν είναι υποδουλωμένος τόσο πολύ στην ειδωλολατρία, πώς θα ακούσει τώρα το κήρυγμα της σω­τηρίας, το ευαγγέλιο του Χριστού;» Έτσι «Ἐν ταῖς Ἀθήναις …παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν»
Οποιοσδήποτε από μας τους Χριστιανούς αν ήταν τότε στη θέση του Παύλου, θα δοκίμαζε δικαιολογημένη δυσ­φορία για την ειδωλολατρική εκείνη κατάσταση και θα ή­ταν έτοιμος να κατακρίνει τους Αθηναίους. Αλλά πριν ό­μως καταδικάσουμε τους Αθηναίους της εποχής εκείνης, ας ρωτήσουμε μήπως και στην εποχή μας υπάρχουν ειδωλολάτρες; Και δεν πρόκειται για τους ειδωλολάτρες, που ζουν στην Ασία και στην Αφρική, που δεν έχουν ακόμα δεχθεί την πίστη. Αλλά πρόκειται για μερικούς ει­δωλολάτρες, που ζουν εδώ γύρω μας, και μολο­νότι ονομάζονται Χριστιανοί, λατρεύουν εν τούτοις τα εί­δωλα. Πρόκειται για μια ειδωλολατρία πολύ διαδεδομένη. Είναι η ειδωλολατρία των δεισιδαιμονιών και των προλή­ψεων. Όσο κι' αν φαίνεται αυτό παράξενο, οι δεισιδαιμο­νίες και οι προλήψεις αποτελούν καθαρή ειδωλολατρία και ο δούλος των προλήψεων είναι ειδωλολάτρης κι όχι Χριστιανός. Αλλά και πόσοι αδελφοί μας δεν παρασύρονται σε αλλότριες δοξασίες και αφιερώνουν το χρόνο και την ενέργειά τους στη μελέτη παράδοξων διδασκαλιών και «στολίζουν» τα σπίτια τους με παράξενα ξόανα και στολίδια; Τι κάνουμε εμείς για όλους αυτούς; Πώς ασφαλίζουμε τις ψυχές μας και τις συνειδήσεις των παιδιών μας και των γύρω μας , γνωστών και αγνώστων;              Μέσα στην πόλη της σοφίας και της γνώσεως, μέσα στην ονομαστή για τους φιλοσόφους και τους ποιητές Αθήνα, έ­μενε άγνωστος ο αληθινός Θεός! Αργότερα θα γράψει ο α­πόστολος Παύλος προς τους Έλληνες ότι «οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν». Ότι δηλαδή οι άνθρωποι με τη σοφία και επιστήμη δεν είχαν κατορθώσει να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό. Και ούτε μπορεί ποτέ το μυαλό, όσον δυνατό και αν είναι, να ανεβεί τόσο ψηλά, ώστε να γνωρίσει και να εννοήσει τον άπειρο Θε­ό. Αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει πάντα η δίψα να μάθει το Δημιουργό του και Δημιουργό όλου του  κόσμου.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν έβρισκαν ανάπαυση στα είδωλα. Ο νους και η καρδιά έψαχνε να βρει τον άγνωστο, αλλά αληθινό Θεό. Έτσι βλέπουμε, ότι διάφοροι λαοί εί­χαν κτίσει βωμούς, για να τιμήσουν θεούς άγνωστους, όπως τους έλεγαν, ή  αβέβαιους ή ανωνύμους.  Οι Κελτίβηρες λάτρευαν ένα θεό ανώνυμο και περνούσαν μια ολόκληρη πανσέληνη νύκτα έξω από τις πύλες, θυσιάζοντας και χορεύοντας. Ο Οβίδιος, μιλάει για το δημιουργό Θεό, σαν για άγνωστο. Το ίδιο κι ο Οράτιος. Κά­ποιος βασιλιάς της Βαβυλώνας, σ' έναν του ψαλμό μετανοίας γράφει και τα έξης: «Εναν­τίον Θεού γνωστού ή αγνώστου έχω διαπράξει σφάλματα έχω κάμει πολλές ανταρσίες. Φοβάμαι το βλέμμα της θεότη­τας σου». Στην Ολυμπία κοντά στο βωμό του Διός υπήρχε και «αγνώστων θεών βωμός». Το ίδιο και στην Πέργαμο. Και οι Αθηναίοι ένοιωθαν κενό και δίψα μέσα τους. Κάτι ψιθύριζε στην ψυ­χή ότι πάνω απ’ τα είδωλα, πάνω απ’ την ανθρώπινη. σοφία, υπάρχει η άπειρη σοφία. Δεν Τον ήξεραν, Τον .αισθάνονταν, αόριστα, αμυδρά. Κι όμως ήθελαν να Τον γνωρίσουν, να λατρέψουν, να ζητήσουν βοήθεια και  προ­στασία. Και είχαν κτίσει βωμό, όπου είχαν γράψει την αφιέρωση «ΑΓΝΩ­ΣΤΩ ΘΕΩ».Δεν έκαναν άγαλμα στο Θεό αυτό, δεν του έδωσαν όνομα. Δεν έπλασαν μύθους γι' αυτόν. Αλλά διατηρούσαν τον βωμό και  σέβονταν τον Άγνωστο  Θεό, όπως πληροφορούν και εθνικοί συγγραφείς.        
Φαντασθείτε λοιπόν τώρα την έκπληξη του Παύλου. Εκεί που έβλεπε την πόλη «κατείδωλον» και ερεθιζόταν το πνεύμα του,   συνάντησε έξαφνα   αυτόν   τον   βωμό! Η  καρδιά του χτύπησε δυνατά και μια παρήγορη ελπίδα φώτισε το πρόσωπο του. Θεώρησε τον βωμό αυτόν καλό σημάδι για τους Αθηναίους. Σκέφθηκε ότι αυτός, σαν Απόστολος του Χριστού, είχε καθήκον να φέρει το φως της νέας πίστεως στους καλοπροαίρετους Αθηναίους. Τί κι αν οι βωμοί του Δία και των άλλων θεών κάπνιζαν συνεχώς από θυσίες; Αρκεί να ήταν κρυμμένος στην καρδιά τους ο πόθος για τον αληθινό Θεό. Κι άρχισε  να  κηρύττει  «Χριστόν  ἐσταυρωμένον».
Ας σκεφθούμε κι εμείς κάτι επάνω σ' αυτό το γεγονός. Πολλές φορές βλέπομε γύρω μιας ανθρώπους, Χριστιανούς αυτούς, που σκέπτονται όμως και ζουν σαν ειδωλολά­τρες. Δεν πάνε στην εκκλησία. Δεν ξέρουν τίποτε από εξομολόγηση και θεία κοινωνία. Δεν τρέφονται με τη χάρη των μυστηρίων. Δεν διαβάζουν, κι' ούτε έχουν όρεξη να διαβά­σουν, το θέλημα του Θεού. Έχουν τον νου και την καρδιά δοσμένα στην ύλη, στις καθημερινές εργασίες και ασχολίες, σαν να είναι άθεοι ή ειδωλολάτρες. Αλλά μπορεί να υπάρχει μέσα τους η καλή διάθεση να μάθουν την αλή­θεια, να γνωρίσουν το Χριστό. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί τέτοιοι άνθρωποι, απο­γοητευμένοι από τη χωρίς Θεό ζωή, πικραμένοι από το φαρμάκι της αμαρτίας, βαρυφορ­τωμένοι από τη συναίσθηση της ενοχής, ποθούν τη λύτρωση. Κατά βάθος επιθυμούν να γνωρίσουν το Λυ­τρωτή. Και τους ακούς να λένε: Δεν είναι κατάσταση αυτή. Και τί δεν θα ’δινα, για να γλυτώσω από τη θλίψη, την απελπισία!  Και μερικές φορές ανεβαίνει από την καρδιά στο στόμα το όνομα του άγνωστου ακόμα γι' αυτούς Θεού.
Τί χρειάζεται γι' αυτούς; Ένας αληθινός Χριστιανός, που θ' αναλάβει να τους οδηγήσει, κοντά στο Χριστό, όπως ο Παύλος οδήγησε τους καλοπροαίρετους Αθηναίους. Ο Θεός θέλει τον καθένα μας απόστολο και ιεραπόστολο μέσα στην κοινωνία.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΝΕΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 19/02/'17

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ  ΚΥΚΛΟΣ  ΚΑΡΤΕΡΑ

ΚΙ  ΑΥΤΗ  ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ

ΚΑΙ  ΜΑΣ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙ  ΟΛΟΥΣ  ΜΑΣ

Μ’  ΑΓΑΠΗ  ΣΤΗΝ  ΕΣΤΙΑ:

ΕΜΠΡΟΣ  ΛΟΙΠΟΝ , ΞΕΚΙΝΗΣΕ

ΜΕ  ΘΑΡΡΟΣ  ΚΑΙ  ΟΡΜΗ

ΚΙ  ΕΛΑ ΣΤΙΣ  ΕΝΤΕΚΑΜΙΣΙ


ΜΕΤΑ ΤΗΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΑ!!!

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Από το χθεσινό μας Κύκλο (12/02/'16)

Σάββατο των Ψυχών (18η  Φεβρουαρίου)

Στον ζαχαροπλάστη Σταύρο Ι.
Έχεις ακούσει για τον μακάριο διάκο Αββακούμ; Όταν τον οδηγούσαν οι Τούρκοι μέσω του Βελιγραδίου, στα δεσμά, για να τον καρφώσουν στον πάσσαλο, αυτός ο ιπποτικός Βόσνιος τραγουδούσε: «Ο Σέρβος είναι του Χριστού, χαίρεται τον θάνατο»! Αυτά τα λόγια ακούγονται εντελώς σύμφωνα με το πνεύμα του απόστολου Παύλου ο όποιος γράφει στους Φιλιππησίους: «Συνέχομαι δὲ ἐκ τῶν δύο, τὴν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι. πολλῷ γὰρ μᾶλλον κρεῖσσον· τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς.» (Φιλιπ. α’ 23-24). Ο απόστολος δεν μιλά καν περί του θανάτου αλλά μόνο περί της μετάβασης απ΄ αυτή τη ζωή στην άλλη ζωή. Και χαίρεται περισσότερο εκείνη τη ζωή παρά αυτήν.
Ρώτησα πρόσφατα έναν υγιή γέρο: «Τι θα επιθυμούσες από τον Θεό να σου δώσει περισσότερο στον κόσμο;» Έβαλε το χέρι στην καρδιά και απάντησε: «Τον θάνατο και μόνο τον θάνατο»! «Πιστεύεις στη ζωή μετά από τον θάνατο;» «Ακριβώς λόγω αυτής της πίστης επιθυμώ όσο πιο γρήγορα τον θάνατο», είπε ο γέρος.
Οι άπιστοι φοβούνται τον θάνατο, αφού θεωρούν ότι ο θάνατος είναι εξ ολοκλήρου καταστροφή της ζωής. Πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πάλι φοβούνται τον θάνατο επειδή νομίζουν, ότι δεν ολοκλήρωσαν το καθήκον τους σ' αυτόν τον κόσμο: Δεν έβαλαν τα παιδιά στον ορθό δρόμο ακόμα, ή δεν ολοκλήρωσαν ό,τι άρχισαν. Ακόμα και κάποιοι άγιοι άνθρωποι είχαν φόβο την ώρα του θανάτου. Όταν κατέβηκαν οι άγγελοι να πάρουν τη ψυχή του αγίου Σισώη, αυτός ο αγγελικός άνθρωπος προσευχόταν, να τον αφήσουν ακόμα λίγο στη ζωή ένεκεν μετάνοιας και προετοιμασίας για την άλλη ζωή. Οι άγιοι, λοιπόν, δεν φοβόντουσαν τον θάνατο αλλά την κρίση του Θεού μετά τον θάνατο. Και αυτός είναι ο μόνος δικαιολογημένος φόβος του χριστιανού, ο οποίος πιστεύει σταθερά στην άλλη ζωή και στην κρίση του Θεού.
Ενώ χωρίς την πίστη στην άλλη, την ουράνια ζωή, ο φόβος είναι το σχοινί γύρω από τον λαιμό, με το οποίο ο θάνατος τραβά τους καταδικασμένους στα έγκατά του. Η ζωή για τον άπιστο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο άνεμος του θανάτου, ο άνεμος που σηκώνει και ρίχνει τη νεκρή στάχτη του ανακατεύει αυτή τη στάχτη και την ηρεμεί. Εάν ο άπιστος έως το τέλος σκεφτόταν λογικά, θα έπρεπε να πει ότι η ζωή στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Γι' αυτόν η μόνη του πίστη είναι ο θάνατος, μόνη αιώνια δύναμη ο θάνατος, μοναδικός Θεός, ο θάνατος. Για μας τους χριστιανούς, όμως, ο θάνατος είναι ολοκλήρωση ενός σχολείου, το σήμα για το τέλος της υπηρεσίας στον στρατό, και γέφυρα για την επιστροφή στην πατρίδα. Στην πραγματικότητα ο θάνατος δεν υπάρχει καθαυτός για εκείνους οι οποίοι πιστεύουν στον Χριστό. Αυτός είπε στη Μάρθα -και τούτο το λέει και σε μας σήμερα- «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.» (Ιωάν. ια’ 25-26). Σε ποιον θα πιστεύουμε, εάν όχι στον Χριστό, αδελφέ Σταύρο; Στους ανθρώπους δεν μπορείς να πιστεύεις ούτε όταν λένε το όνομά τους, ακόμα λιγότερο όταν λένε: «Θα σε πληρώσω αύριο», και ελάχιστα όταν μιλούν για βαθιά και υψηλά πράγματα. Εκτός του Υιού του Θεού κανείς δεν ξέρει τίποτα ούτε περί του θανάτου ούτε περί εκείνου που μας περιμένει μετά τον θάνατο. Αλλά Αυτός ήξερε και φανερώθηκε και έδειξε. «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α΄Κορ. ιε’ 54), κατά τα λόγια του αποστόλου. Τότε τι έχουμε να φοβόμαστε απ΄ εκείνο που «κατεπόθη» με την ανάσταση του Χριστού; Δεν συμβαδίζει ο φόβος του θανάτου για τους προσκολλημένους στον Χριστό, τον νικητή του θανάτου και Ζωοδόχο.
Όμως, ένας φόβος παραμένει, εντελώς αμετακίνητος και δικαιολογημένος. Είναι εκείνος ο φόβος, που τον αισθάνονταν και οι άγιες ψυχές στην όψη του θανάτου. Τούτος είναι φόβος όχι από τον θάνατο αλλά από την ανετοιμότητα για εκείνη την αθάνατη ζωή. Ο φόβος από την ακαθαρσία της ψυχής μας. Αφού οι ακάθαρτοι δεν θα δουν τον Θεό, ούτε την πραγματική ζωή στους άγιους ουρανούς.    Ο Κύριος να είναι το θάρρος και η παρηγοριά σου.

 (Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. "Εν πλω", σ. 269- 272)

Από το χθεσινό μας Κύκλο (12/02/'16)

Ο Παύλος στη Βέροια (Πραξ. ιζ’ 10-14 ).
            Και να που ο διωγμός έγινε αφορμή να ακουστεί αμέσως κατόπιν το κήρυγμα του Ευαγγελίου στη Βέροια, την ω­ραία και ήσυχη Μακεδονική πόλη. Ο Παύλος με το Σίλα πήγαν. στη συναγωγή και στην αγορά. Εδώ το κήρυγμα το άκουγαν με προσοχή οι Εβραίοι. Δεν πίστεψαν, βέβαια, όλοι. Αλλά όλοι φέρθηκαν με ευγένεια στους Αποστόλους, σαν πολι­τισμένοι άνθρωποι, που σέβονται τους άλλους. Καμία κα­τηγορία, καμία απρέπεια ή προσβλητική φράση.
Κάθε μέρα τους άκουγαν, και ερευνούσαν τις Γραφές, για να δουν κατά πόσο συμβιβάζεται το κήρυγμα του Ευαγγε­λίου με κείνα που είναι γραμμένα στην Π. Διαθήκη. Και όλ’ αυτά χωρίς φιλονικίες, με μια ευγένεια πρα­γματικά ανωτέρων ανθρώπων. Αυτή η ευγένεια έκανε ιδι­αίτερη εντύπωση στους Αποστόλους. Την θυμόνταν πάν­τοτε και τη διηγήθηκαν στον ιερό Λουκά που την κατέγραψε στις Πράξεις: «ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ» (ιζ' 11). Και έτσι έμεινε αλησμόνητη η ευγένειά τους. Οι Χριστιανοί όλων των αιώ­νων που διαβάζουν τις Πράξεις, διδάσκονται ότι αυτή την αρετή, την ευγένεια, πρέπει να την αποκτήσουν όλοι.

Είναι μεγάλο πράγμα να είμαστε ευγενείς απέναντι των άλλων. Οι άνθρωποι συνήθως κρίνουν την αξία της πίστης από τη συμπεριφορά των Χριστιανών. Ο Παύλος εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, μάς παραγγέλλει «εὐχάριστοι γίνεσθε» (Κολ. γ' 15). Και εννοεί ότι πρέπει με την ευγενή συμπεριφο­ρά μας να γινόμαστε σε όλους ευχάριστοι και οικοδομητικοί. Κυρίως στον Χριστιανό ταιριάζει η ευγένεια. Έτσι εκ­προσωπείται καλύτερα η πίστη. Έτσι ευλογεί­ται πιο πολύ η διάδοση της αλήθειας, έστω κι αν μερικοί τη μισούν και την πολεμούν.
Ο Χριστιανισμός όσο κατα­διώκεται τόσο και εξαπλώνεται τόσο και οι εργάτες του Ευαγ­γελίου ξεχύνονται σε διάφορες περιοχές, για να φέρουν κι εκεί το φως της σωτηρίας. Κοιτάξτε τί έγινε με τον απόστο­λο Παύλο. Τον έδιωξαν από τη Θεσσαλονίκη. Και το αποτέλεσμα είναι ότι ο Παύλος με το Σίλα πήγαν στη Βέροια, όπου βρήκαν πολύ καλή υποδοχή. Οι κάτοικοι της Βεροίας άκουσαν με ενδιαφέρον το κήρυγμα. Κι έτσι στη Βέροια ιδρύθηκε πολυάριθμη και ζων­τανή χριστιανική κοινότητα. Όλοι αυτοί και μάλιστα οι Ε­βραίοι «ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας, τὸ καθ' ἡμέραν ἀνακρίνοντες τὰς γραφὰς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτω». Με κάθε προθυμία δέχτηκαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου και μελετούσαν την Παλαιά Διαθήκη, για να δουν ότι τα λόγια των προφητών πραγματοποιήθηκαν πλήρως στη ζωή και το έργο του Χριστού.
Την ίδρυση όμως μιας τόσο ζωντανής Εκκλησίας την έ­μαθαν οι Χριστομάχοι της Θεσσαλονίκης. Έμαθαν ότι και στη Βέροια είχε ριζώσει και αναπτυχθεί η νέα πίστη! Μοχθηροί και πονηροί, καθώς ήταν, ξεκίνησαν και ήρθαν στη Βέροια και άρχισαν να συ­κοφαντούν τον μεγάλο Απόστολο, να αναστατώνουν και να ερεθίζουν τον  όχλο εναντίον του.
Κίνδυνος βέβαια εκεί μεγάλος για τον Παύλο δεν υπήρχε. Αλλά οι Χριστιανοί της Βέροιας έκριναν καλό, να φύγει ο Παύλος. Αλλά κι ο Παύλος το ήθελε αυτό, γιατί είχε πόθο να μεταφέρει το κήρυγμα του και σε άλλες πόλεις. Άφησε λοιπόν στη Βέροια τον Σίλα με τον Τιμόθεο για να οργα­νώσουν και να διδάξουν πληρέστερα τη νεοσύστατη Εκκλη­σία και αυτός ξεκίνησε για την ονομαστή Αθήνα. Πώς τα φέρνει αλήθεια ο Θεός! Εμείς πολλές φορές απο­ρούμε και λέμε: Γιατί να καταδιωχθούν οι πρώτοι Χριστιανοί; Γιατί και σήμερα σε πολλές χώρες και πόλεις να καταδιώκονται οι Χριστιανοί; Την απάντηση τη δίνει ο Θεός. Με τους διωγμούς αυτούς κα­ταρτίζονται καλύτερα οι εργάτες του Ευαγγελίου, καταρτί­ζονται οι ίδιοι οι Χριστιανοί και διαδίδεται ευρύτερα πίστη. Χριστιανισμός ίσον αγώνας για το καλό και θρίαμβος του καλού. 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ΝΕΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

  ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Τ’ ΑΣΩΤΟΥ (ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ) 
ΠΡΟΣΜΕΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΕΑ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ.
ΕΛΑ ΣΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑΜΙΣΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΑΝΙΚΟΣ

ΙΣΩΣ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΣ ΣΙΤΕΥΤΟΣ!!