Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ, “ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ” (1955)

Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Από το χθεσινό μας Κύκλο (15/12/2019)


O Άγιος Αχμέτ (24η Δεκεμβρίου)


 Ο Άγιος Αχμέτ (ή Αχμέδ) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και ασκούσε το επάγγελμα του γραφέα του αρχιλογιστού «δευτεράρη». Κατά το θρήσκευμα στην αρχή ήταν Μουσουλμάνος και Τούρκος στην καταγωγή. Κατά τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Αχμέτ στό σπίτι του είχε δύο Ορθόδοξες Χριστιανές σκλάβες, Ρωσίδες στην καταγωγή. Τη νέα, την είχε ως «σύζυγο», μια και ήταν άγαμος και την ηλικιωμένη ως υπηρέτρια. Στην τελευταία επέτρεπε να πηγαίνει τις γιορτές στην εκκλησία των Ορθοδόξων. Αυτή, όταν επέστρεφε στο σπίτι έφερνε και στη νέα αντίδωρο και πολλές φορές αγιασμό. Η νέα, χωρίς καμία προφύλαξη από τον Αχμέτ έτρωγε το αντίδωρο και έπινε τον αγιασμό.
Όταν ο Αχμέτ συζητούσε με την «σύζυγό» του, αισθανόταν να βγαίνει από το στόμα της άρρητη ευωδία. Η ευωδία αυτή τον είχε προβληματίσει, γι' αυτό και ζητούσε επιμόνως να μάθει από πού προερχόταν. Αυτή, μη γνωρίζοντας το συμβαινόμενο, του απαντούσε, ότι δεν έτρωγε ποτέ κάτι, που να είχε κάποια ιδιαίτερη ευωδία. Ο Αχμέτ όμως, με κανένα λόγο δεν μπορούσε να πιστέψει, γι' αυτό και επέμενε να μάθει από που προερχόταν αυτή η παράξενη ευωδία. Η μοσχοβολιά ήταν χαρακτηριστική και η ίδια πάντοτε. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε να μάθει τι έτρωγε η «σύζυγός» του.
Μια μέρα, που κατάλαβε κι αυτή, ότι η ευωδία οπωσδήποτε προερχόταν από το αντίδωρο που έτρωγε στην Εκκλησία, του εξήγησε καθαρά, λέγοντας: «αυτό που τρώγω και αισθάνεσαι εσύ ευωδία, όταν συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αντίδωρο που παίρνω στην Εκκλησία των Χριστιανών, όταν τελειώνει η θεία λειτουργία. Το αντίδωρο είναι αγιασμένο ψωμί από το Χριστό, που το μοιράζει ο Πατριάρχης ή οι ιερείς στους πιστούς, όταν τελειώνει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Πρέπει ακόμη να σου διευκρινίσω, ότι μετά το αντίδωρο - πολλές φορές - πίνω και αγιασμό». Ο Αχμέτ, δεν πίστεψε στα λεγόμενα της και την ρώτησε πως μπορεί να συμβαίνει ένα τέτοιο θαύμα και εκείνη του απάντησε: «Η θρησκεία μας είναι ζωντανή. Για μας τους Χριστιανούς, Θεός μας, είναι ο Χριστός. Είναι ο γιος του Θεού, που κατέβηκε απ' τον ουρανό και έγινε άνθρωπος Για να μας σώσει από την αμαρτία. Όταν ζούσε στη γη έκανε αμέτρητα θαύματα. Το σπουδαιότερο, το οποίο και πρέπει, αν θέλεις να κρατήσεις στο μυαλό σου, είναι ότι, από αγάπη για μας, σταυρώθηκε άδικα από τους Εβραίους και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε. Η Ανάστασή Του είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σ' εμάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, με τη δύναμη του Χριστού τα θαύματα συνεχίζονται και σήμερα. Στο Χριστό μας όλα είναι δυνατά. Στο θαύμα, που διαπίστωσες τόσες φορές με το αντίδωρο, έχω να προσθέσω και ένα άλλο πιο απλό και ξεκάθαρο. Το νερό που πίνουμε πολλές φορές στην εκκλησία - θα σου φανεί παράδοξο - είναι αγιασμένο. Δηλαδή δεν αλλοιώνεται, δε βρωμίζει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το νερό αυτό, που εμείς το λέμε αγιασμό, απόκτα αυτή την ιδιότητα, μετά από ειδικές ευχές που διαβάζει ο Πατριάρχης ή οι Ιερείς. Μάλιστα, το κρατάμε σε μπουκαλάκια για ευλογία - στα εικονοστάσια των σπιτιών μας και πίνουμε, αφού προετοιμασθούμε κατάλληλα, προς καθαρισμό ψυχών και σωμάτων. Το θαύμα τούτο, αν θέλεις, μπορείς να το δεις και να το ερευνήσεις. Είναι ένα ακόμα ζωντανό θαύμα της πίστεώς μας, κυρίως, για μας τούς απλοϊκούς». Ο Αχμέτ, μόλις άκουσε όλα αυτά, έμεινε κατάπληκτος. «Συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη θρησκεία σας; Ειλικρινά, εγώ δεν μπορώ να τα καταλάβω», είπε και απομακρύνθηκε.                                                 


Πέρασαν ημέρες και νύχτες αρκετές, χωρίς να παύσει να σκέπτεται, όσα άκουσε από τη Χριστιανή «σύζυγο» του και τελικά αποφάσισε να ερευνήσει το παράδοξο γι' αυτόν γεγονός. Έτσι ντύθηκε με ρούχα χριστιανικά και πήγε στην Εκκλησία του Πατριαρχείου για να παρακολουθήσει πως γίνονταν η Θεία Λειτουργία των Χριστιανών.
Καθώς, λοιπόν, βρισκόταν στο Ναό και παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, με ξεχωριστό θαυμασμό και αναρίθμητες απορίες, είδε, σε μια στιγμή, τον ιερέα, καθώς πήγαινε προς την Ωραία Πύλη, «υπερυψωμένων υπεράνω του δαπέδου της Εκκλησίας και ολόφωτων», τον δε Πατριάρχη να «εκπέμπει» από τα δάκτυλά του, οσάκις ευλογούσε τούς Χριστιανούς, φωτεινές ακτίνες, που έπεφταν επάνω στα κεφάλια τους. Εκείνο όμως, που πραγματικά τον συγκλόνισε, ήταν το ότι, οι ακτίνες φώτιζαν μόνο τα κεφάλια των Χριστιανών και δε φώτιζαν το δικό του κεφάλι. Παρ' ότι αυτό συνέβη δύο - τρεις φορές, το αποτέλεσμα, που με αγωνία και δέος διαπίστωνε, ήταν το ίδιο. Αμέσως, ήλθαν στο μυαλό του, όλα όσα είχε ακούσει από τη «σύζυγό» του περί της πίστεώς της. «Αλήθεια, σκεπτόταν, είχε δίκαιο. Είναι ζωντανή η θρησκεία των Χριστιανών. Τι χαρά είναι αυτή που αισθάνομαι τώρα!». Βγαίνοντας από την εκκλησία, τόσο είχε συγκλονισθεί με όλα τα θαυμαστά που είχε δει, ώστε νόμιζε ότι δεν ήταν ο παλαιός Αχμέτ.

Μετά τα θαύματα αυτά, ο Αχμέτ, συνεπαρμένος - όπως ήταν - δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για να πιστέψει στο Χριστό και να απαρνηθεί τη μωαμεθανική θρησκεία. Έτσι, χωρίς κανένα δισταγμό, γεμάτος χαρά, πήγε κρυφά στον ιερέα της περιοχής του και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιερέας, αφού είδε την μετάνοιά του και την ακλόνητη πίστη του και απόφαση του να γίνει Χριστιανός, τον κατήχησε και μετά τον βάπτισε εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Μετά τη βάπτισή του έζησε βίο ενάρετο και με ιδιαίτερα χαρά και συγκίνηση κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και λάμβανε αντίδωρο και αγιασμό. Δυστυχώς, δε διασώθηκε ποιό χριστιανικό όνομα του δόθηκε κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος. Πάντως, μετά την αναγέννησή του, ο νεοφώτιστος, πρώην μωαμεθανός, δοξολογούσε τον Κύριο, διότι τον είλκυσε με τη χάρη του και τον οδήγησε στην ορθή πίστη. Ο νους του, όταν προσευχόταν, μετεωρίζετο και ζούσε, καθαρά και ζωντανά, τα θαύματα που αξιώθηκε να δει, την ευλογημένη εκείνη ημέρα που εκκλησιάσθηκε, ως αλλόθρησκος και μολυσμένος στον Ιερό Ναό του Πατριαρχείου. Καίτοι μετά το βάπτισμά του έζησε ως πιστός Χριστιανός, έχοντας μυστηριακή ζωή, εν τούτοις μέχρι του μαρτυρίου του παρέμεινε ως κρυπτοχριστιανός. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που δε διασώθηκε μέχρι σήμερα το Χριστιανικό του όνομα. Αυτό το γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Ιερέας, η Χριστιανή σκλάβα του και ενδεχομένως μετρημένοι κληρικοί και Χριστιανοί.
Μια μέρα, οι μεγιστάνες μωαμεθανοί της Κωνσταντινούπολης είχαν συγκέντρωση και βρισκόταν σ' αυτή και ο Αχμέτ. Για να ευρίσκεται δε και ο Αχμέτ σε μια τέτοια συγκέντρωση, πρέπει να δεχθούμε, ότι ο Αχμέτ δεν ήταν ένας τυχαίος Τούρκος μουσουλμάνος. Ήταν μεγιστάνας, πλούσιος. Ήταν εκλεκτό μέλος της κοινωνίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τον ρώτησαν λοιπόν, «περί του τι είναι το μεγαλύτερο πράγμα εις τον κόσμον» και τότε, ο Αχμέτ, με δυνατή φωνή είπε: «Μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστη των Χριστιανών».
Η ομολογία του, ότι είναι Χριστιανός, κεραυνοβόλησε τους πρώην ομοθρήσκους του. Χωρίς, πια, κανένα φόβο, άρχισε να ελέγχει το ψεύδος και την πλάνη των μωαμεθανών. Τότε, κατόπιν διαταγής του τοπικού άρχοντα, αφού τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον αποκεφάλισαν στις 3 Μαΐου του 1682 μ.Χ., στην τοποθεσία που ονομαζόταν Κεαπχανέ - Μπαξέ.

Από το χθεσινό μας Κύκλο (15/12/2019)


             «ΑΓΡΑΥΛΟΥΝΤΕΣ...»  (Λουκ. β’ 8-20)
Πρωτάκουστο μήνυμα δέχονται οι απλοϊκοί ποιμένες από ουράνιο αγγελιοφόρο-μήνυμα, που συνοδεύεται από χορωδία πρωτοφανή και μεγαλόπρεπη! Γιατί ο Θεός επέλεξε, ανάμε­σα στις χιλιάδες των Ιουδαίων – μεταξύ των οποίων και ιερείς και αρχιερείς και διδάσκαλοι του Νόμου -γι’ αυτή την τιμητική διάκριση, τους απλοϊκούς ποιμένες; Γιατί αυτοί πρώ­τοι να δεχθούν, από «εξωγήινο» πράγματι επισκέπτη, το κοσμοσωτήριο άγγελμα, ότι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ» και αυτοί πρώτοι να το μεταφέρουν σ' όλη την ανθρωπότητα;
Γιατί τους βρήκε, πάνω στο χρέος τους, «ἀγραυλοῦντας». Δεν προσεύχονταν, αλλά αγρυπνούσαν «φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν». Οι «ἀγραυλοῦντες ποιμένες», έγιναν έκτοτε μια αλληγορία κι ένα σύμβολο, για να θυμίζουν την πνευματική αγρύπνια, που χρειάζεται ο πιστός, για να επιβιώσει σαν πνευματικός άνθρωπος.
Αγρύπνια του πνεύματος, θα πει: σε συναγερμό όλες οι δυνάμεις που αποτελούν την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, νου, θέληση, συναίσθημα, απόφαση. Και συναγερμός, σημαίνει, τεταμένες όλες οι αισθήσεις, για να διακρίνουμε τον κίνδυνο, για να «πιάσουμε» και τον παραμικρό θόρυβο του εχθρού. Ο άγρυπνος κρατάει ξύπνια τη συνείδησή του και ξέρει που κατευθύνεται, που στοχεύει, τί επιδιώκει, για ποιόν σκοπό ζει. Σαν άλλος Παύλος, «κατὰ σκοπὸν διώκει ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ' 14).
«Ἀγρυπνεῖτε», είναι προτροπή, που ο Κύριος πρώ­τα, οι αγ. Απόστολοι και οι αγ. Πατέρες εν συνεχεία, την απευθύνουν στους πιστούς. «Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε» (Μάρκ. ιγ' 33) συνιστά ο Κύριος. Και πάλι «ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι» (Λουκ. κα' 36). «Ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει » γρά­φει ο Παύλος (Εφεσ. στ' 18)
Και ειδική παραβολή είπε ο Κύριος, τη γνωστή μας παραβολή των δέκα Παρθένων, για να υπογραμμίσει το χρέος της αγρύπνιας, το χαρακτηριστικό των πνευματι­κών αγωνιστών. Και να τονίσει το «μέχρι τέλους ἀγρυπνεῖν». Η αγρύπνια είναι μια πνευματική κατάσταση, που κάνει την ψυχή δεκτική στα μηνύματα του Ουρανού.
Μια εκτίμηση της εποχής μας, θα μας βεβαιώσει πε­ρισσότερο για την ανάγκη της αγρύπνιας. Εποχή γεμά­τη προκλήσεις και προσκλήσεις, όμορφα στημένες παγί­δες- εποχή που το χαρακτηριστικό της είναι η σύγχυση ιδεών και προσανατολισμών, η απουσία ιδανικών και α­ξιών, που έχει αντικαταστήσει τη λογική με τον παραλο­γισμό και τις αξίες με τις εκκεντρικότητες ·που στη θέση της αλήθειας  βάζει ανούσιους βερμπαλισμούς και κενές λέξεις. Εποχή που ευνοεί τη μαζοποίηση, έναν τρομερό κίνδυνο για την απονεύρωση του ψυχικού κόσμου και την αδράνεια των πνευματικών ανακλαστικών. Σήμερα, σκεπτόμαστε όπως οι πολλοί, αντιδρούμε όπως οι πολ­λοί κ.ο.κ. συμπεριφορά που οδηγεί στο αποκοίμισμα του νου και στη νάρκωση της συνειδήσεως.
Μέσα σ' αυτή την εποχή, αν δεν διαθέτουμε αγρύ­πνια πνεύματος, ξύπνιο μυαλό, άμεση αντίδραση στο κα­κό, θα‘ ρθει γλυκά και ύπουλα ο πνευματικός ύπνος να μας περάσει χειροπέδες θανάτου. Σήμερα, ιδιαίτερα, «χρή ὃλον ὀφθαλμόν εἶναι» κατά τον αγ. Ισίδωρο Πηλουσιώτη. Γιατί αν αφήσουμε να μας νανουρίσει το πνεύμα του κόσμου, η νοοτροπία και το τραγούδι του, δεν θα μπορέσουμε να αντισταθούμε στη «νύστα του αιώνος», την «αρρώστια του θανάτου», όπως είπαν την απουσία της αγρύπνιας, από το σύγχρονο κόσμο.   
«Ο ύπνος είναι θάνατος» λέγεται για το σωματικό ύπνο, με την έννοια ότι, όταν κοιμόμαστε δεν παίρνουμε είδηση τι γίνεται γύρω μας. Ισχύει όμως στην κυριολεξία προκειμένου για τον πνευματικό ύπνο. Στα βόρεια μέρη, όταν οι ιθαγενείς οδηγούν τα έλ­κηθρα πάνω στην εκτεταμένη ασπρίλα του χιονιού, ένα θανάσιμο κίνδυνο διατρέχουν, τον ύπνο. Αν τους πάρει ο ύπνος, χάθηκαν. Κάτι παρόμοιο ισχύει στον πνευματι­κό χώρο, για τους ταξιδιώτες της ζωής. Η μόνη σωτήρια αντίδραση είναι η αγρύπνια. Αυτός είναι ο σωτήριος ρόλος της, να πιάνει τα μηνύματα του Θεού.
Στέλνει ο Θεός μηνύματα - συχνά είναι μόνον μια φευγαλέα στιγμή - αλλά είναι ανάγκη να βρουν άγρυ­πνες ψυχές, σε κατάσταση ετοιμότητας, για να τα «πιά­σουν». Να ξεχωρίσουν τη φωνή Του, ανάμεσα στο θόρυ­βο της πολύβουης ζωής. Γιατί, μέσα στη δίνη της ζωής, που τη δημιουργούν ο θόρυβος, οι έγνοιες, οι σκέψεις, το άγχος, το κυνηγητό, οι περισπασμοί, η μέριμνα... χάνουμε τη νήψη της ψυχής, την αγρύπνια του πνεύματος. Πρέπει να κατασιγάσει όλος αυτός ο θόρυβος, που δη­μιουργεί παράσιτα στην εκπομπή του ουρανού, για να ακούσουμε, να δεχθούμε τη φωνή του Θεού. Τα μηνύματα του Θεού φέρνουν λύσεις, διεξόδους, ενισχύουν την πίστη, τονώνουν την αγάπη...
Στη δύσκολη προσπάθεια να αγρυπνούμε, είναι απαραίτητα μερικά βοηθητικά μέσα:
α) Δεν αγρυπνάς ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα νωχελικά, σκοτώνοντας την ώρα σου.
β) Δεν αγρυπνάς, όταν αμφιβάλλεις γι’ αυτό που κάνεις. Αντίθετα, αγρυπνάς όταν πιστεύεις στο θησαυρό που τάχτηκες να φυλάς.
γ) Δεν αγρυπνάς εύκολα μόνος. Η συντροφικότητα ενισχύει τον αγώνα της αγρύπνιας.
δ) «Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε» Με τον ουρανό ανοιχτό, να στέλνει φως, χάρη,  δύναμη.
ε) Η εσχατολογική θεώρηση της ζωής. Μην ξεχνάμε πως οδεύουμε στην άνω Ιερουσαλήμ.



στ) Όποιος καλλιεργεί τον άγιο φόβο του Θεού, νοιάζεται να βρεθεί εντάξει.
ζ) «Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α' Πέτρ. ε' 8).
η) Απαραίτητη είναι και η βία, στον αγώνα της α­γρύπνιας. Ο «παλαιός άνθρωπος» αρνείται το πνεύμα της θυσίας.
«Φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν» μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής (Λκ β’ 8), για τους αγραυλούντες ποιμένες.
Η πρώτη και σπουδαιότερη «ποίμνη» μας, είναι η οικογένεια, στην οποία ο καθένας. ανήκει και κάθε γονιός προΐσταται. Έχουμε. χρέος να αγρυπνούμε για το κάθε μέλος της και ιδιαίτερα για το παιδί. Δεν θα επιδείξουμε άγρυπνο το ενδιαφέρον μας, για το βιβλίο, τις φιλίες του, για τον τρόπο που ψυχαγωγείται, για τα ενδιαφέροντα του, για τις ιδέες του, για τα κριτήρια των επιλογών του; Δεν θα ενδιαφερθούμε για τις καρδιές των παιδιών μας;
Αλλά, ανήκουμε και σ' ένα ευρύτερο. κύκλο. Είναι το φιλικό, το συγγενικό, το επαγγελματικό, το κοινωνικό μας περιβάλλον. Κι αυτό χρειάζεται την αγρύπνια μας. Μέσα στη βαθιά νύχτα της αμαρτίας, που απειλεί να τυλίξει στα μαύρα πέπλα της κάθε καρδιά, οι αληθινοί πνευματικοί άνθρωποι αγραυλούν «ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν».
Μέσα σ' έναν κόσμο «με κλειστά βλέφαρα», πρέπει να κερδίσουμε τη μάχη της αγρύπνιας. Να πορευόμαστε με ανοιχτά μάτια, κρατώντας ψηλά το φως της ανθρω­πιάς, της τιμιότητας, της αγάπης, κόντρα στην εγκλημα­τική ξενοιασιά και αδιαφορία. Οι αγρυπνούντες, είναι οι άνθρωποι, επώνυμοι ή και ανώνυμοι, που σφραγίζουν την εποχή τους με την πα­ρουσία τους.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

ΣΤΙΣ 15 ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ, Τ' ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΜΑΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΛΑ ΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑ
ΣΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑΜΙΣΗ ΠΡΩΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!!!

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

Από το σημερινό μας Κύκλο (01/12/2019)


O Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (2α Δεκεμβρίου)
Ο όσιος Γέρων Πορφύριος (Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης) γεννήθηκε στις 7/2/1906, στην Εύβοια, στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας. Οι γονείς του, Λεωνίδας και Ελένη, ήταν ευσεβείς και φιλόθεοι άνθρωποι. Ο πατέρας του, ήταν ψάλτης στο χωριό και είχε γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Νεκτάριο. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και οι γονείς, φτωχοί γεωργοί, δυσκολεύονταν να τη συντηρήσουν. Γι’ αυτό ο πατέρας υποχρεώθηκε να φύγει στην Αμερική, όπου δούλεψε στην κατασκευή της διώρυγας του Παναμά.

Ο μικρός Ευάγγελος, 4ο παιδί της οικογένειας, φύλαγε πρόβατα και παρακολούθησε μόνο την πρώτη δημοτικού, όταν αναγκάστηκε λόγω της φτώχειας (επτά χρονών) να πάει στη Χαλκίδα να δουλέψει. Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου δούλεψε στο παντοπωλείο ενός συγγενούς.
Στα δώδεκά του έφυγε κρυφά για το Άγιο Όρος, με τον πόθο να μιμηθεί τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, τον οποίο είχε ιδιαίτερα αγαπήσει. Η χάρις του Θεού τον οδήγησε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων σε δύο Γέροντες, τον Παντελεήμονα (πνευματικός) και τον Ιωαννικίο (αδελφοί κατά σάρκα). Αφοσιώθηκε στους δύο Γέροντες, που ήταν ιδιαίτερα αυστηροί, με μεγάλη αγάπη και απόλυτη υπακοή. Έγινε μοναχός 14 ετών με το όνομα Νικήτας. Σε  δύο χρόνια έγινε μεγαλόσχημος. Λίγο αργότερα ο Θεός του δώρισε το διορατικό χάρισμα.
Στα 19 του χρόνια ο Γέροντας αρρώστησε πολύ σοβαρά, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Επέστρεψε στην Εύβοια στη Μονή του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών. Ένα χρόνο αργότερα, το 1926, σε ηλικία είκοσι ετών, χειροτονήθηκε ιερέας στον Άγιο Χαράλαμπο Κύμης από τον Πορφύριο Γ’ , Αρχιεπίσκοπο Σινά, ο οποίος του έδωσε το όνομα Πορφύριος. Στα είκοσι δύο του έγινε πνευματικός-εξομολόγος και λίγο αργότερα αρχιμανδρίτης. Για ένα διάστημα ήταν εφημέριος στους Τσακαίους της Εύβοιας.
Στην Εύβοια, στην Ιερά Μονή Αγίου Χαραλάμπους, έζησε δώδεκα χρόνια, διακονώντας τους ανθρώπους ως πνευματικός και εξομολόγος, και τρία χρόνια στην Άνω Βάθεια, στην εγκαταλελειμμένη Μονή του Αγίου Νικολάου.
Το 1940 ο Γέροντας Πορφύριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου και πνευματικού στην Πολυκλινική Αθηνών. Όπως έλεγε, έζησε εκεί τριάντα τρία χρόνια σαν μία μέρα, ασκώντας ακαταπόνητα το πνευματικό έργο και ανακουφίζοντας τον πόνο και την ασθένεια των ανθρώπων.
Από το 1955 είχε εγκατασταθεί στα Καλλίσια, όπου μίσθωσε από την Ιερά Μονή Πεντέλης το εκεί μονύδριο του Αγίου Νικολάου με την αγροτική περιοχή που το περιέβαλλε και  καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια ενώ παράλληλα εξασκούσε το πλούσιο πνευματικό του έργο.
Το καλοκαίρι του 1979 εγκαταστάθηκε στο Μήλεσι με το όνειρο να χτίσει μοναστήρι. Εκεί ζούσε στην αρχή σε ένα τροχόσπιτο κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες και μετά σε ένα απέριττο κελλάκι από τσιμεντόλιθους, όπου και υπέμενε αγόγγυστα τις πολλές δοκιμασίες της υγείας του. Το 1984 μεταφέρθηκε σε κτίσμα του υπό ανέγερση μοναστηριού, για την ολοκλήρωση του οποίου ο Γέροντας, παρόλο που ήταν πολύ άρρωστος και τυφλός, εργαζόταν ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Με τη θεμελίωση του Καθολικού της Μονής Μεταμορφώσεως, στις 26/2/1990, αξιώθηκε να δει το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επιθυμούσε να αποσυρθεί στα Καυσοκαλύβια: «Επιδιώκω και τώρα που εγήρασα να πάω και να πεθάνω εκεί πάνω». Πράγματι, τον Ιούνιο του 1991, μη θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωί της 2ας/12/1991 παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του.
Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν από το στόμα του ήταν αυτά που τόσο αγαπούσε και πολύ συχνά επαναλάμβανε: «ἵνα ὦσιν ἓν» ( Ιω. ιζ´ 11).

Από το σημερινό μας Κύκλο (01/12/2019)


«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»         (Ματθ. ε’ 6)
     
 «…Αυτός που πενθεί και πάσχει και οδυνάται με ανεκλάλητους στεναγμούς για την αμαρτία του και για να μην αποσχιστεί από τον Θεό είναι ο κατά Χριστόν πενθών. Ο Χριστός νίκησε τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση Του και εκμηδένισε την εξουσία του σωματικού πάνω στον άνθρωπο. Πλέον μετά την ανάσταση του ο πνευματικός θάνατος είναι κατηργημένος για όσους είναι του Χριστού, ενώ ο σωματικός δυναμικά θύρα για την αθανασία. Ο πιστός μετέχοντας στο μυστήριο και τα μυστήρια της Εκκλησίας αφθαρτοποιείται, νικά τον Θάνατο και προγεύεται αιώνια Ζωή.

Σταυρώσιμο ήθος σημαίνει: μυστικός πόνος, κρυφός καημός, θυσία, αυταπάρνηση, «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε», στεναγμός ανεκλάλητος, χαρμολύπη, αυτομεμψία, ταπείνωση, λαθότητα, δια Χριστόν μωρία, του κόσμου αποταγή, μετάνοια αγόγγυστη, συμμαρτυρία και μαρτύριο Χριστού. Αυτό. σημαίνει: ταπείνωση, τριβή στις οδούς και τις. ρύμες με τον πόνο που γεννά η αμαρτία στον. άνθρωπο δίχως να σε αγγίζει η αμαρτία του. Μύηση στον πόνο, συσταύρωση με την οδύνη του άλλου προσώπου, συνταύτιση νοερή και. πραγματική με τον θλιβόμενο, τον πενθούντα, τον υστερούμενο, σκύψιμο πάνω από τις πληγές. του, γονυκλισία καρδίας και εσώτερης φωτιστικής, καυστικής οδύνης «ἐν τῷ ταμείῳ ἡμῶν». Σημαίνει πάλη και δάκρυ και αίμα και να μην ζεις εσύ πλέον, αλλά να ζει μέσα σου ο Χριστός. Σημαίνει εκούσια στέρηση κάθε ανακούφισης, να ανιχνεύεις τον πόνο στην χαρά και στην χαρά να μην λησμονείς την θλίψη. Να καίγεσαι και να αγαπάς, να μην βρίσκεις ησυχία για την ανημποριά και την αδικία του κόσμου. Και κάτι πιο βαθύ και οδυνηρό και μεγάλο και σπάνιο: να έχεις αυτοεξουθενωθεί και ταπεινωθεί τόσο ώστε να παραμένεις νεκρός μπροστά σε κάθε προσβολή και εξουθένωση από τους άλλους και συνάμα να παραμένεις χαρούμενα νηφάλιος όταν διώκεσαι, μαρτυρείς, συκοφαντείσαι, βάλλεσαι πανταχόθεν από την ασφυκτική και αλγεινή κακία του κόσμου ή να ασθενείς και τότε ακριβώς να χαίρεσαι , να είσαι ισχυρός και να πανηγυρίζεις. Γιατί πάνω απ όλα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Χριστός ταλάνισε τους «γελώντας». Δηλαδή αυτούς που ζουν χωρίς πνευματική ευθύνη και μέριμνα την ζωούλα τους. Σε αυτούς δεν γεννιέται παρηγοριά και ειρήνη, αλλά μάλλον ακόρεστη επιθυμία για περισσότερες ηδονές εφήμερες και τέλος έλλειψη και στέρηση ικανοποίησης και κάθε τί γύρω τους γίνεται φορτίο και κατάρα.
Μετά το πένθος γεννάται η χαρά, μετά την μετάνοια η λύτρωση και τον Σταυρό ακολουθεί η ανάσταση. Αυτή είναι η χαρά για την οποία ο Χριστός είπε ότι  «η λύπη σας θα μεταστραφεί σε χαρά». Αυτή είναι η αναφαίρετη ειρήνη την οποία ανήγγειλε ο Χριστός στους μαθητές Του. Αυτή είναι η χαρά για την οποία είπε ο Χριστός ότι πρέπει ο σίτος να πέσει στην γή και να πεθάνει για να φέρει καρπό. Καρπός είναι η χαρά, θάνατος η νέκρωση κάθε άλλης χαράς, παρηγοριάς και ελπίδας. Αυτή είναι η Χαρά την οποία υπονοεί το όνομα του Παρακλήτου, ο οποίος σημαίνει Παρηγορητής και Αυτός θα δώσει την ασφάλεια κάθε γνώσης στις ταπεινές και μετανοϊκές καρδιές.
Kατά Θεόν πένθος είχε ο αββάς εκείνος, ο οποίος περιπλανιόταν σε όλη την γη κλαίγοντας και θρηνώντας. Και όταν τον ρωτούσαν την αιτία της τόσης θλίψης του, απαντούσε: «Έχασα την πατρίδα μου, είμαι εξόριστος και θρηνώ». Και πατρίδα χαμένη εννοούσε βέβαια την παραδείσια μακαριότητα του Αδάμ….»     Πρωτοπρεσβύτερος π. Παντελεήμων Κρούσκος, Θεολόγος