Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!!

Το Αλάβαστρο
του Χρήστου Βίγκου

Θραύστηκες εν’ αλάβαστρο
στου Γολγοθά τον άκμονα,
μύρο ζωής βαρύτιμο
αγάπης κι ομορφιάς.
Κι όλους μας, μάς αφύπνισες,
σε μια ζωή ανοιξιάτικη,
καθώς μάς επροσφέρθηκες
ουράνιας ευωδιάς.

Έφυγες, μα η θύμηση,
όνειρο ολοζώντανο,
μέσα μας γιγαντώνεται,
με τους καυτούς μας πόθους.

Έστησες την εικόνα σου
καταντικρύ στα μάτια μας,
ίνδαλμα της λατρείας μας,
να σε θωρούμε ατέλειωτα.

Έλα Χριστέ, η ελπίδα μας
και φώτιζε το δρόμο μας,
με τη λαμπρή σου ανάσταση,
στη σκοτεινή νυχτιά.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (21/04/'19)


Ο Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης (22 Απριλίου)
 Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στο χωριό Συκέα ή Συκεών της Αναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως της επαρχίας Αγκυρανών και ήταν υιός της πόρνης Μαρίας και του Κοσμά, αποκρισάριου (ταχυδρόμος) του βασιλέως Ιουστινιανού. Η εκ πορνείας γέννηση του Οσίου δεν εμπόδισε τον Θεό να τον αναδείξει Αρχιερέα τιμιότατο και να τον πλουτίσει με παράδοξες θεοσημείες και θαυματουργίες. Στο σχολείο προέκοπτε στη μάθηση και σε ηλικία δέκα ετών έδειξε κλίση στο μοναχικό βίο. Μια νύχτα και ενώ ο Όσιος είχε γίνει δωδεκαετής, εμφανίσθηκε σε αυτόν ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος και αφού τον ξύπνησε του είπε: «Σήκω, Θεόδωρε, έφθασε ο όρθρος, πάμε να προσευχηθούμε». Ο Όσιος είχε τόση ευλάβεια προς τον Άγιο Γεώργιο, ώστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας από το σχολείο ανέβαινε στο γειτονικό πετρώδες όρος, όπου ήταν το προσκύνημα του Αγίου Γεωργίου. Τον οδηγούσε ο ίδιος ο Άγιος με τη μορφή ενός παλικαριού.

Ο Όσιος ακολούθησε τη μοναχική πολιτεία σε νεαρή ηλικία με την ευλογία του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Αμέσως επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και έλαβε το σχήμα του μοναχού στη μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Χουζιβά.
Στην συνέχεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και παρέμεινε μόνιμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί οικοδομούσε τον εαυτό του με νηστείες και χαμαικοιτίες, με αγρυπνίες και ψαλμωδίες, γι' αυτό και απολάμβανε από μέρος του Θεού, ποταμό από περισσότερα χαρίσματα εναντίων των ακαθάρτων πνευμάτων και των κάθε είδους ασθενειών.
Η μητέρα του, έχοντας φρόνημα σαρκικό, εγκατέλειψε τον υιό της και αφού πήρε όσο μέρος της περιουσίας της αναλογούσε, νυμφεύθηκε τον Δαβίδ, άνδρα της αυτοκρατορικής φρουράς της Άγκυρας.
Η αδελφή της μητέρας του, η Δεσποινία, η μητέρα της Ελπιδία και η αδελφή του Οσίου, η Βλάττα, δεν δέχονταν να αποχωρισθούν από αυτόν. Απεναντίας παρατηρούσαν με προσοχή την ενάρετη ζωή του και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν όσο μπορούσαν, εξαγνίζοντας και αγιάζοντας τον εαυτό τους με σωφροσύνη και καθαρότητα βίου, με ελεημοσύνες και προσευχές.
Μετά τον θάνατο του Επισκόπου Αναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οι κάτοικοι της πόλεως, κληρικοί και λαϊκοί, πήγαν στην Άγκυρα και ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Αγκύρας, Παύλο, να αναδείξει Επίσκοπο της πόλεώς τους τον Όσιο Θεόδωρο. Ο Όσιος δεν δεχόταν με κανένα τρόπο την πρόταση αυτή. Έτσι οι Χριστιανοί κατέφυγαν στη βία. Τον έβγαλαν έξω και αφού τον τοποθέτησαν επάνω σε ένα φορείο, τον απήγαγαν.
Κατά την χειροτονία του σε Επίσκοπο κάποιος είδε ένα τεράστιο αστέρι που ακτινοβολούσε, να κατέρχεται από τον ουρανό και να στέκεται επάνω στην εκκλησία, αστράφτοντας και φωτίζοντας την πόλη και την γύρω περιοχή.
Ο Όσιος Θεόδωρος έφθασε στην Αναστασιόπολη μαζί με τον Επίσκοπο της πόλεως Κίννας, Αμίαντο, από τον οποίο ενθρονίσθηκε. Έκτοτε έλαμπε συνεχώς ως ήλιος με τα θεία χαρίσματα των ιαμάτων, με την αυστηρότητα του βίου του, με όλες τις αρετές και τις αγαθοεργίες.
Ο Όσιος Θεόδωρος επιθύμησε να επισκεφθεί για δεύτερη φορά τα Ιεροσόλυμα. Εκεί προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, τον Τάφο του Κυρίου και όλα τα αγιάσματα που υπήρχαν στην περιοχή, καθώς και τα κοντινά μοναστήρια. Τον ενοχλούσε όμως ο λογισμός και τον έπεισε τελικά να μην επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του, αλλά να ζήσει ησυχαστική ζωή σε κάποιο από τα μοναστήρια που υπήρχαν εκεί. Νόμισε πως είχε πέσει έξω από το μοναχικό μέτρο, επειδή ανέλαβε την πνευματική ευθύνη της Επισκοπής και διότι τον στεναχωρούσαν οι ενοχλητικές καταστάσεις που υπήρχαν σε αυτήν. Πήγε λοιπόν στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και ζούσε εκεί σε ένα κελλί κάποιου αγωνιστή μοναχού, που τον έλεγαν Ανδρέα.   
Κάποια νύχτα όμως παρουσιάσθηκε στον ύπνο του ο Άγιος Γεώργιος και, αφού του έδωσε ένα ραβδί, του είπε: «Σήκω και περπάτα, διότι πολλοί άνθρωποι λυπούνται, γιατί απουσιάζεις. Δεν είναι επιτρεπτό να εγκαταλείψεις την Επισκοπή σου και να ζεις εδώ». Έτσι ο Όσιος αποχαιρέτισε τους πατέρες της μονής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Όταν έφθασε στα μέρη της Γαλατίας, κοντά στο μοναστήρι των Δρυΐνων, τους παρήγγειλε να μην μιλήσουν σε κανέναν γι' αυτό, καθώς αυτοί που βρίσκονταν εκεί δεν τον γνώριζαν. Ωστόσο η φήμη του Οσίου κυκλοφόρησε παντού. Έτσι έρχονταν πολλοί στο μοναστήρι, για να λάβουν την ευλογία του.
Από εκεί ο Όσιος επέστρεψε στην Αναστασιόπολη προξενώντας έτσι με την επιστροφή του, χαρά σε όλους. Όμως ο Όσιος είχε αποφασίσει να παραιτηθεί, για να ακολουθήσει την ησυχαστική οδό. Για τον λόγο αυτό συνάντησε τον Επίσκοπο Αγκύρας Παύλο και τον παρακάλεσε να αποδεχθεί την παραίτησή του. Ο Επίσκοπος Παύλος δεν ήθελε να δεχθεί την παραίτηση του Οσίου. Και αφού έγινε έντονη συζήτηση μεταξύ τους, στο τέλος αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, για να του θέσουν το θέμα αυτό. Ο Πατριάρχης Κυριακός, με την προτροπή του βασιλέως, έδωσε εντολή στον Μητροπολίτη Αγκύρας να δεχθεί το αίτημα του Οσίου, να του δώσει μάλιστα και το ωμοφόριο της Επισκοπής, για να διατηρεί το αξίωμά του, καθώς ήταν άγιος άνθρωπος και αποχωρούσε από την Επισκοπή χωρίς να έχει διαπράξει αδίκημα.
Έτσι ο Όσιος ήρθε στην περιοχή της Ηλιουπόλεως και απομονώθηκε στο ναό του Αρχαγγέλου στην Άκρηνα, πολύ κοντά στο χωριό Πίδρος. Την ίδια εποχή ο Όσιος έλαβε επιστολές και από τον βασιλέα Μαυρίκιο και τον Πατριάρχη Κυριακό, οι οποίοι τον προέτρεπαν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και να τους ευλογήσει. Έτσι λοιπόν πήγε στη θεοφύλακτη πόλη, όπου κήρυξε το λόγο του Θεού και θεράπευσε πολλούς.
Η Αναστασιόπολις (Beypazarı) σήμερα

Ο Όσιος επέστρεψε στη Γαλατία, αλλά επισκέφθηκε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, το έτος 610 μ.Χ., επί Πατριάρχου Θωμά, στον θάνατο του οποίου βρέθηκε. Και αφού τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Σέργιο επανήλθε στο μοναστήρι του, όπου συνέχισε το θεοφιλή βίο του.
Ο Όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 613 μ.Χ.

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (21/04/'19)


Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ, Η ΑΡΝΗΣΗ, Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ
       Ο απόστολος Θωμάς ήταν άνθρωπος που σκεπτόταν, ζύγιζε τον κάθε λόγο του,  πίστευε αληθινά τον Κύριο του και Θεό μας, Τον ακολούθησε σ’ όλες τις περιοδείες, σε όλα τα κηρύγ­ματα, σε όλα τα θαύματα, σε όλη τη διαδρομή της δράσης Του.

Ο ι. Χρυσόστομος, πάντως, μπαίνει στη θέση του Θωμά και λέει: «Πώς θα κάνω να πιστέψουν οι άπιστοι αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να πω στους Ιουδαίους και στους Έλληνες πως έχω δει τον Κύριό μου να Τον σταυρώνουν, όμως δεν Τον έχω δει να ανασταίνεται, αλλά μόνον άκουσα γι' Αυτόν; Και ποιος δε θα γελάσει με τα λόγια μου; Ποιος δε θα περιφρονήσει το κήρυγμα μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων... Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθεί την συνηγορία από τα γεγονότα... Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυ­ρία εξαφανίζεται στον αέρα. Και ο ιερός υμνογράφος θα αναφωνήσει: «Ὦ! Καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ βεβαίαν πίστιν ἐγέννησεν».
       Και στην σημερινή εποχή, υπάρχουν διαφορετικοί χαρακτήρες, άρα διαφορετικοί είναι οι τρόποι αναζήτησης της αλήθειας και οι απα­ντήσεις των ανθρώπων. Ο ένας πιστεύει αμέσως και αυθόρμητα, ο άλ­λος θέλει να μελετήσει, να ερμηνεύσει, για να πεισθεί. Η Εκκλησία μας δεν εμποδίζει την έρευνα, αφού, όπως γνωρίζουμε, ο ίδιος ο Κύ­ριος έδειξε, με το παράδειγμα Του, ότι δέχεται την έρευνα. Εκείνο που, πολλές φορές, ακούγεται να λέγεται ειρωνικά από μερικούς «πίστευε και μη έρευνα», δεν είναι ορθόδοξο και δε γνω­ρίζουμε από ποιόν και πότε ειπώθηκε. Οι περισσότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται πως πρέπει να δουν, για να πιστέψουν. Ως ένα βαθμό, έχουν δίκιο. Το παράδειγμα μας το δίνει ένας μαθητής που αγαπούσε πολύ το Δάσκαλο και που ο Δάσκαλος δεν αρνήθηκε να εμφανιστεί μπροστά του και να του προσφέρει τις πληγές Του, για να τις αγγίξει. Πολλοί τίμιοι και ειλικρινείς άνθρωποι, έπειτα από δραματική πάλη μέσα τους, είδαν το φως της αλήθειας και ομο­λόγησαν «ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Αρκεί να μην «ψάχνουμε» συ­νεχώς και δεν καταλήγουμε , ούτε να καθόμαστε στον καναπέ μας και να λέμε: «ας έρθει μπροστά μου να Τον δω και να Τον πιστέψω», γιατί τότε βρισκόμαστε  σε πλάνη και πάντα θα περιπλανιό­μαστε και θα απομακρυνόμαστε από την αλήθεια και την ειρήνη.
            Ο ευσεβής και ενθου­σιώδης Πέτρος πέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και ακολούθησε το Χριστό πιστά, όταν Εκείνος τον κάλεσε να γίνει μαθητής Του. Αγάπησε τον Κύριο, και ξεχώρισε μεταξύ των άλλων μαθη­τών. Μάλιστα αξιώθηκε, μαζί με τους γιους του Ζεβεδαίου, να δει τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, την υψίστη αυτή εμπειρία, να δει το άκτιστο φως της θεότητας. Στην ερώτηση του Χριστού: «Εσείς, ποιός λέτε πως είμαι:», προτρέχει να απαντήσει πρώτος: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του αληθινού Θεού».
Στο Μυστικό Δείπνο, δεν δέχεται να του πλύνει τα πόδια ο Διδάσκαλος. «Αν δεν σου τα πλύνω, δεν έχεις μέρος, μαζί μου, στη βασιλεία των Ουρανών. -Τότε, Κύριε, όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι μου να πλύνεις!» Λίγο αργότερα, όταν ο Κύριος αποκαλύπτει ότι θα κλονισθεί η πίστη όλων, ο ορμητικός Πέτρος διαβεβαιώνει ότι, κι αν οι άλλοι σκανδαλισθούν, εκείνος όχι... Στη Γεσθημανή κόβει το αυτί του δούλου, στη δίκη του Ιησού καταφέρνει, γεμάτος θλίψη και αγωνία, να μπει στο σπίτι του αρχιερέα, όπου δικαζόταν ο Χριστός, τον όποιο αρνείται τρεις φορές, για να μετανοήσει κατόπιν υποδειγματικά και να κλάψει πικρά, ενώ ο αναστημένος Κύριος, με την τριπλή ερώτηση «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με;», τον αποκατέστησε (Ιωάν. κα’,15-17).

Μετά την Πεντηκοστή, αλλοιωμένος από τη θεία Χάρη, εκείνος πού είχε δειλιάσει μπροστά σε μία υπηρέτρια, δε φοβήθηκε να ελέγξει τους σταυρωτές του Κυρίου και να τους καλέσει σε μετάνοια, με απο­τέλεσμα, από το εμπνευσμένο κήρυγμα του, να πιστέψουν τρεις χιλιά­δες άνθρωποι (Πράξ. β’, 14-41). Με παρόμοιο ζήλο, θα συνεχίσει τη λαμπρή πορεία του και την πλούσια διακονία του, μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο για την αγάπη του Χριστού. Αυτός ήταν ο Πέτρος: «το στόμα των αποστόλων, ο θερμός απόστολος» κατά τον ι. Χρυσόστομο.
Η άρνηση του Πέτρου σημαίνει πολλά για μας: Πόσες φορές δεν μας κυριεύει και εμάς η παγκάκιστη αμέλεια; Και ενώ ομολογούμε το Θεό με τα λόγια, τον αρνούμαστε με τα έργα, κάνοντας αντίθετα προς εκείνα που διατάζει; Κι αφού μιμούμαστε όλοι τον Πέτρο στην αμαρτία, ας τον μιμηθούμε και στη μετάνοια. «Η μεν προσευχή καταπραΰνει τον Θεό, που είναι οργισμένος, ενώ τα δάκρυα τον ανα­γκάζουν να ελεήσει» (άγιος Ιερώνυμος).   
 «Μετά τη βροχή, ο αέρας γί­νεται καθαρός και ξάστερος, και μετά τα δάκρυα, η ψυχή και ο νους γίνονται καθαρά και ξάστερα» (Χρυσόστομος). Ο απόστολος έγινε φω­τεινό παράδειγμα προς μίμηση. .Δεν υπάρχουν αναμάρτητοι άν­θρωποι αλλά μετανοούντες και αμετανόητοι. Με την ειλικρινή μετάνοια, ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα αμαρτήματα και λαμβάνει την άκτιστη Χάρη. Δεν υπάρχει αμάρτημα, όσο βαρύ κι αν είναι, που να μπορεί να νικήσει την αγάπη και τη φιλανθρωπία του Θεού. Το μόνο αμάρτημα που δεν συγχωρείται είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η αμετανοησία.
Έξι   μέρες πριν το Πάθος, η πόρνη, μυρώνει με πανάκριβο. μύρο τα πόδια του Χριστού. Ο Ιούδας λυπάται,   γιατί  η   Μαρία  χύνει   το. πανάκριβο μύρο, αυτός, όμως, δε λυπάται να προδώσει και να γίνει o ηθικός αυτουργός στο να χυθεί το πανάκριβο και ανεκτίμητο αίμα του Χριστού. Έτσι γίνεται φανερό τί υποκίνησε την προδοσία: Η φιλαρ­γυρία! Το πάθος αυτό τον είχε κυριεύσει, γι' αυτό πούλησε το Θεό ολόκληρο. Έδειξε αδιαφορία, αλλά το πάθος, όταν μένει απολέμητο, αποθηριώνεται, γίνεται τέρας, τρώει τον άνθρωπο. Θα μπορούσε να μιλήσει στον Κύριο γι' αυτό, να ζητήσει βοήθεια από τους συμμαθητές του. Όμως, αυτός απομονώθηκε ψυχικά και δεν μπόρεσε να φανερώσει τι του συνέβαινε, ώστε να εξομολογηθεί και να αποκαλύψει την αδυναμία του. Και όταν το κακό κρύπτεται, γίνεται καρκίνωμα κρυφό, στα βάθη των σπλάχνων μας, με αποτέλεσμα να νεκρώνει κάθε πνευματική ικμάδα και ζωή. Ο Ιούδας αντιμετώπισε, με ραθυμία, τις κακίες της ψυχής του, κι αυτές έγιναν ολέθρια πάθη που τον έπνιξαν.
  Όλα αυτά, βέβαια, τα άσχημα του Ιούδα τα χρησιμοποίησε ο Κύριος για το αγα­θό, υπέμεινε την προδοσία, για να λυτρώσει εμάς. Όπως οι κακοί κά­νουν κακή χρήση των αγαθών έργων του Θεού, έτσι και ο Θεός κάνει καλή χρήση των κακών έργων των κακών ανθρώπων.
  Στο Μυστικό δείπνο, βλέπει το Χριστό να πλένει τα πόδια των μαθητών, να λέει ότι ένας από εσάς θα με παραδώσει, κι ενώ ο Κύριος τα ξέρει αυτά, δεν τον αποκαλύπτει, δεν τον επιπλήττει, του φέρεται ευγενικά. «Προείπε την προδοσία, για να εμποδίσει την παρανομία. Την προείπε, χωρίς ν' αναφέρει το πρό­σωπο του προδότη, αλλά δεν μπόρεσε αυτό ν' αποτρέψει την παρανο­μία του μαθητή. Ποιος είδε τέτοια φιλανθρωπία Κυρίου; (Χρυσόστομος). Έπρεπε να γονατίσει και να ζητήσει συγγνώμη από το Σωτήρα, αλλά αυτός, αντίθετα, με σκληρή φωνή, φανέρωνε τη θρασύτητα της ψυχής του, λέγοντας: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. κστ’, 25). «Πω-πω, αδιαντροπιά γλώσσας, πω-πω σκληρή ψυχή!... Ενώ ήταν λύκος, ως προς τις προθέσεις, απάντησε με τη φωνή των προβάτων» (Χρυσόστο­μος).

Ο Ιούδας θα συναισθανθεί το λάθος του, αλλά δε θα μετα­νοήσει.. Αναγνωρίζει την   αθωότητα του Ιησού, αλλά δε ζητά συγνώμη, άλλο μετάνοια κι άλλο μεταμέ­λεια. Η πραγματική μετάνοια χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια για διόρθωση του κακού, ενώ η απλή μεταμέλεια είναι αλλαγή σκέψης, χω­ρίς καμία προσπάθεια διόρθωσης. Ο Ιούδας αναγνώρισε το λάθος του, αλλά δεν έκανε κάτι, για να το διορθώσει. Το ότι αυτοκτόνησε δείχνει ότι ο εγωισμός του, τώρα, λειτούργησε αυτοκαταστροφικά. Προφανώς έβαλε και ο διάβολος το χέρι του  και τον οδήγησε στην απελπισία. («Τό  ἁμαρτάνειν  ἐστίν  ἀνθρώπινον, τό ἀπελπίζεσθαι δαιμονικόν»).
Να εδραιώ­σουμε την πίστη μας «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»- στη βίωση της, να Τον αγαπήσουμε τόσο πολύ («φιλεῖς με;») για να αποφύγουμε την άρνηση και αν, τέλος, κάνουμε λάθη, να μην απελπιστούμε, μα να προστρέξουμε, μετανιωμένοι στην αγάπη και το έλεος Του.   

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΝΕΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΜΑΣ (21/04/2019)


ΦΕΡΑΤΕ ΣΤΑΥΡΟΛΟΥΛΟΥΔΑ 
ΤΩΡΑ ΦΕΡ'ΤΕ ΚΑΙ ΒΑΓΙΑ
ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ
ΚΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ.
ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ Θ' ΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ 
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΕΣΤΙΑ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΘΑ ΕΙΜΑΣΤ΄ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ!!
 21/04/2019, 11:30. 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (31/03/2019)


Η οσία Μαρία η Αιγυπτία (1η Απριλίου)

«Πριν 1.500 χρόνια μια κοπέλα, μόλις δώδεκα ετών, κάπου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μπλέκεται στα δίχτυα του αγοραίου έρωτα. Δίνεται με σώμα και ψυχή στην πτώση, στην αμαρτία, στη φθορά. Η σαρκολατρεία, η ηδονοθηρία, η ακόρεστη λαγνεία την κατακυριεύουν πολύ νωρίς. Επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια ζούσε αχόρταγα αυτή τη ζωή δίχως αναστολές, ντροπές, επιφυλάξεις, ενοχές και τύψεις.
Θεωρούσε τον εαυτό της ελεύθερο, ανεξάρτητο, ανεξέλεγκτο και ακατανίκητο. Θαύμαζε την ωραιότητά της, τα πλούτη της, τις κατακτήσεις της και την προκλητικότητά της. Ένα θαυμαστό σημείο που της συνέβη στα Ιεροσόλυμα και δεν μπορούσε να εισέλθει στο ναό την έκανε να γονατίσει, να δακρύσει, να θυμηθεί την αθωότητα των παιδικών της χρόνων. Άρχισε να κλαίει. Άρχισε η μεταστροφή της. Η φιλόσαρκη γίνεται ξαφνικά φιλόθεη. Μεταμορφώνεται, ξεμασκοφορεί, φιλοκαλεί, ανασταίνεται. Στην καρδιά της, μετά από αυτή την απρόσμενη υπαρξιακή αλλαγή, κυριαρχεί ο θεός έρωτας. Η ζωή της λαμβάνει βαθύ νόημα. Πρόκειται για μια ηρωίδα, μάρτυρα και οσία.

Αναχωρεί για την έρημο, την πέραν του Ιορδάνου, αποφασιστικά και ανυποχώρητα. Οι λογισμοί επιστροφής στην πρότερη ζωή δεν την αφήνουν να ησυχάσει ούτε για ένα λεπτό. Τυραννιέται από τους σφοδρούς κι αισχρούς λογισμούς επί δεκαεπτά χρόνια. Όσα χρόνια ζούσε στην αμαρτία. Κόντεψε ν’ απελπιστεί. Έγινε ένας σκελετός από τη νηστεία.
Κυκλοφορούσε σαν ένα αγρίμι της ερήμου. Η αφιλόξενη έρημος, η ξένη γη, πέτρες και σπηλιές υπήρξαν κατοικίες. Έζησε άλλα είκοσι τρία χρόνια δίχως τον φοβερό πόλεμο των λογισμών. Εξαϋλώθηκε. Η περίφημη πόρνη έγινε η μεγαλύτερη ασκήτρια όλων των αιώνων.
Ο αββάς Ζωσιμάς ιεραποδημώντας μια Σαρακοστή στην έρημο είδε μια σκιά περιπλανώμενη. Όταν αντελήφθη ότι ήταν μια γυναίκα, κάλυψε με το ιμάτιό του τη γύμνια της και πληροφορήθηκε με συγκίνηση τη θαυμαστή ζωή της. Επιστρέφοντας την κοινώνησε. Μετά ένα έτος τη βρήκε νεκρή. Σ’ ένα κεραμίδι είχε σημειώσει ότι ανεπαύθη μόλις κοινώνησε.
Η αμαρτία δεν είναι απλά η παράβαση του νόμου, αλλά έλλειψη αγάπης στον Θεό. Η αμαρτία φαντάζει πάντα πολύ ωραία, λίαν ελκυστική και σαγηνευτική. Συλλαμβάνεται στο νου, αποδέχεται και διαπράττεται. Η αμαρτία συνηθίζει να στερεί τη μακάρια γαλήνη της ψυχής. Η συννεφιά που προηγείται της αμαρτίας, μετά τη διάπραξή της υποχωρεί και ο άνθρωπος βλέποντας τη γυμνότητά του στενοχωρείται, θλίβεται κι έχει τύψεις. Η ουρά του διαβόλου επεμβαίνει, ώστε ο άνθρωπος ν’ απογοητευτεί και να μη θέλει να μετανοήσει.
Ο μέγας ψυχοανατόμος, όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, όρισε με καταπληκτική σαφήνεια τα στάδια της αμαρτίας: Προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεση, αιχμαλωσία, πάλη, πάθος. Το πάθος γίνεται συνήθεια αγαπητή και χρόνια που παρασύρει τον άνθρωπο δίχως αντιστάσεις. Η αμαρτία σκοτίζει τον άνθρωπο. Σήμερα θεωρείται αδιάφορα, έχει γίνει κανόνας, ο άνθρωπος νομίζει πως κάνοντας ό,τι θέλει είναι και ελεύθερος. Όποιος νόμος και αν ψηφισθεί, η αμαρτία δεν θα παύσει να είναι αμαρτία και να ενοχλεί την ψυχή κάθε τίμιου, σοβαρού κι ευσυνείδητου ανθρώπου. Φθάσαμε το αφύσικο να το λέμε φυσικό και το παράλογο λογικό. Αποτέλεσμα της αμαρτίας: αποξένωση, απομόνωση, κενό, μοναξιά, απόγνωση και στενοχώρια.
Η οσία Μαρία συνδράμει στοργικά στη μεταστροφή όλων. Απέτυχε ως πόρνη και νίκησε ως ασκήτρια. Πρόκειται για τρομερά γενναία γυναίκα. Εμπνέει. Συνεγείρει τους αμαρτωλούς. Μη φοβάται κανείς τις λέξεις αλλά τις ανειρήνευτες πράξεις. Τελειώνει η Σαρακοστή και η Αλεξανδρινή Μαρία μάς σκουντά να προχωρήσουμε άφοβα. Μας παρακινεί προς επαναπροσανατολισμό και να μας πει εμπιστευτικά πως και οι πόρνες μπορούν να θέλουν να γίνουν όσιες…»       Από εφημερίδα «Μακεδονία» 13/4/2008

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (31/03/2019)


«Πιστεύω…»
Είναι η σημαία των Ορθοδόξων Χριστιανών. Με αγώ­νες και θυσίες, μέσα σε διωγμούς και μαρτύρια, την κρά­τησαν ψηλά και μάς την παρέδωσαν σαν την πολυτιμότε­ρη παρακαταθήκη. Έτσι όπως την συνέταξε η πρώτη Οι­κουμενική Σύνοδος της Νικαίας και την συμπλήρωσε η δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς καμιά προσθήκη ή τροποποίηση.

Τα 12 άρθρα του είναι μια σύνοψη όλης της Ορθοδό-ξου Θεολογίας. Λέξεις μεστές, γεμάτες νοήματα ιερά, α­πό τις οποίες ούτε ένα γράμμα μπορείς να αφαιρέσεις ή να προσθέσεις.
«Ουδέν άλλον σύμβολον, είναι δι' ημάς τόσον τιμαλ­φές, ουδέν λαλεί μετά τόσης ακριβείας περί πάσης κεφα­λαιώδους σωστικής αληθείας... όσον το ιστορικώτατον σύμ­βολον της Νικαίας, οι πατέρες της οποίας εξ Ανατολής και Δύσεως συνελθόντες, ούτοι επί σοφία κομώντες, εκεί­νοι επί άγιότητι διαπρέποντες, οι άλλοι τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι βαστάζοντες διά τους προσφάτους διωγμούς, συνεκρότουν κατά τό άλησμόνητον εκείνο έ­τος 325 μίαν νέαν Πεντηκοστήν...» (Κων. Καλλίνικος).
Σχετικά και ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης γράφει: «Τῇ δὲ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁμολογία πάντα συμπεριλαμβάνεται τὰ εὐσεβῆ καὶ σώζοντα ἡμᾶς νοήματα». Μέσα στην ομο­λογία του αληθινού Θεού, συμπεριλαμβάνονται και όλες οι αλήθειες και τα θεία νοήματα, που μάς οδηγούν στη σωτηρία.
Η Εκκλησία μας τοποθέτησε την απαγγελία του Συμ­βόλου της Πίστεως σ' αυτή την ώρα της θείας μυσταγω­γίας, γιατί - εξηγούν οι ερμηνευτές - η ομολογία της πίστεως είναι και ευχαριστήριος ομολογία έναντι των δω­ρεών, που απέρρευσαν από τη θυσία του Κυρίου. Είναι η ανταπόκριση της αγάπης μας στην αγάπη Του. Απέ­ναντι στα θεία δώρα που δεχθήκαμε από τον Κύριο, τίπο­τα άλλο δεν μπορούμε να προσφέρουμε, από το ν’ ανα­γνωρίζουμε τις ευεργεσίες του και να ομολογούμε την πιστότητα μας στον Ευεργέτη, βεβαιώνει και ο ί. Χρυσό­στομος.
Συγχρόνως, μέσα στο ιερό Βήμα και ο λειτουργός ιερεύς απαγγέλλει το «Πιστεύω», ενώ σείει τον «Αέρα» ανοικτό πάνω από την Αγία Τράπεζα, με τα Τίμια Δώρα. Η κίνηση αυτή σημαίνει ότι το Σύμβολο της Πίστεως, σαν άλλη σημαία, κυματίζει θριαμβευτικά και θυμίζει τους αγώνες και τις νίκες της Ορθοδοξίας εναντίον των ποικι­λώνυμων έχθρων της, σε κάθε εποχή.
Ο πλοίαρχος κατευθύνει το πλοίο του βάσει του χάρτη, οι ορειβάτες χρησιμοποιούν οδηγούς, οι αρχιτέ­κτονες ακολουθούν το αρχικό σχέδιο, οι ζωγράφοι ελέγ­χουν την κάθε πινελιά με το πρότυπο τους... Εμείς; ελέγχουμε, βάσει του καταστατικού χάρτη, που μάς προσφέρει η πίστη μας, την καθημερινή μας πορεία; Τότε μόνον η πίστη μας είναι ενεργή και ζώσα. Γιατί «η αληθινή πίστις, σημειώνει ο Κων. Καλλίνικος, δεν είναι μόνον ευώ­δες άνθος, άλλα και εύχυμος καρπός». Τελικά, ζω το πι­στεύω μου, θα πει ζει ο Χριστός μέσα μου. Και τότε, όταν το «πιστεύω» γίνεται βίωμα, υπογράφεται η εγκυρότητά του.
Ας μη το ξεχνάμε οι Ορθόδοξοι, σ' όποια γωνιά της γης κι αν βρισκόμαστε.