Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Εξαιρετικό


Ο χρυσός και το μάρμαρο
                               του Ιωάννη Πολέμη
Λέει ο χρυσός στο μάρμαρο:
Στα πέρατα του κόσμου ποιος ήλιος λάμπει σαν κι εμέ;
Ποιο φώς έχει το φώς μου;
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ, την ευτυχία υφαίνω,
Ποδοπατώ την ομορφιά, την ασχημιά ομορφαίνω.
Εγώ ακονίζω του φονιά το δίκοπο μαχαίρι,
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά του κλέφτη μου το χέρι,
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο,
Ποδοπατώ την αρετή, καταπατώ το Νόμο.
Περίσσιες είναι οι χάρες μου κι η δύναμή μου μόνη,
Γκρεμίζει θρόνους απ’ εδώ , θρόνους εκεί στυλώνει.
Εσύ τι κάνεις μάρμαρο;

Και τ’ απεκρίθη εκείνο
«Εγώ σε τάφου σκοτεινιά, τη δύναμή σου κλείνω».

Το Θέμα (27/01) Μέρος Δ'.


4. «Δος ημίν»
Φυσικά δεν έχει το νόημα του «πέσε πίτα να σε φάω» αλλά σημαίνει εξάρτηση από τον Πατέρα. Ο προσευχόμενος δεν παίρνει παθητική στάση έναντι των αναγκών της ζωής, αλλά θετική στάση έναντι του Πατέ­ρα. Ρυθμιστής και στις πιο επείγουσες ανάγκες μας παραμένει πάντοτε ο Θεός και Πατέρας μας.
Από Εκείνον ζητάμε υγεία, «υετούς (βροχές) και καιρούς καρποφόρους», περιστάσεις για εργασία αποδοτική, μυαλό φωτισμένο για κάθε αληθινή πρόοδο. Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί, ότι στον αγώνα του για τον «επιούσιο» δεν έχει ανάγκη της ευλογίας του Θεού;
Οι ανάγκες μας, πραγματικές ή και πλαστές, μας πιέζουν. Δεν διακρίνουμε εύκολα την ποιότητα τους. Εκείνος θα μας φωτίσει και θα τις ικανοποίηση όσο και όσες πρέπει.
Μερικοί νομίζουν ότι οι πλούσιοι και οικονομικώς ανεξάρτητοι δεν χρειάζονται να απευθύνουν το αίτημα αυτό. Λάθος! Αλλοίμονο στους πεποιθότας «επί πλού­του αδηλότητι». Όλοι σ' Εκείνον πρέπει να καταφεύγουμε από τον Οποίο προέρχεται «πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον».
Τα «ημίν», μας υπενθυμίζει ότι «κανείς δεν μπορεί να ευτυχή μόνος του».Ο πιστός προσεύχεται και εξ ονόματος των αδελ­φών του. Ένα τραπέζι έστρωσε για όλους μας πάνω στη γη ο Πατέρας. Τα ιδία δικαιώματα έχομε όλοι στα αγαθά Του. Αν σε μερικούς τα έδωσε αφθονότερα, είναι για να θυμούνται εντονότερα το χρέος της συμπαραστάσεως και αγάπης προς όσους τα στερούνται. Θέλει να μας κάνει όργανα της Προνοίας Του, συνεργάτες στην αγάπη Του.
«Δος ημίν». Μακριά από κάθε βουλιμία και αυτάρε­σκη ικανοποίηση όλων όσων καρπούμεθα από την αγάπη του Θεού, ας μάθουμε να τα μοιραζόμαστε απλόχερα με τους αδελφούς μας.
5. «Σήμερον».
Ας παρακολουθήσουμε και επ’ αυτού το βαθύ στοχα­σμό του μεγάλου ιεράρχη της Νύσσης: «Καλή είναι και η προσθήκη της λέξεως «σήμερον». Γιατί λέγει: Δώσε μας το ψωμί μας το απαραίτητο για την συντήρηση μας, σήμερα. Κι ο λόγος αυτός είναι μια άλλη διδασκαλία, για να μάθεις με όσα προσεύχεσαι, ότι η ανθρώπινη ζωή είναι εφήμερη. Μόνο το παρόν ανήκει στον καθένα. Ενώ η ελπίδα για το μέλλον παραμένει άγνωστη. Επειδή δεν γνωρίζομε τι θα φέρει η αυριανή ήμερα. Προς τί να ταλαιπωρούμαστε με φροντίδες για πράγματα μελλοντικά; Είναι αρκετή, είπε ο Κύριος, για την κάθε μέρα η κακία της (Ματθ. στ' 34). Λέγοντας δε «κακία» εννοεί την ταλαιπωρία. Τί φροντίζαμε για αύ­ριο... Εκείνος που σου χαρίζει την αυριανή ήμερα θα σου χαρίσει και τα απαραίτητα για την ημέρα...».
 «Σήμερον», Από το μικρόβιο της ολιγοπιστίας θέ­λει να μας προφυλάξει ο Κύριος. Και από την αμφιβολία που πλανιέται στο βάθος του είναι μας, μήπως στο μέλλον η αγάπη του Θεού παύσει τη χορηγία των αγα­θών της.
«Δός ημίν σήμερον -σχολιάζει ό Χρυσόστομος- να μη συντρίβομε τους εαυτούς μας με την φροντίδα για την επόμενη ημέρα... Θέλει ο Θεός να είμαστε πάντοτε έτοιμοι και υπόπτεροι και τόσον να υποχωρούμε στις αδυναμίες του σώματος, όσον η ανάγκη της φύσεως μας απαιτεί από ημάς....».
Παραθέτομε τις σπουδαίες υπομνήσεις του «σήμερον»:
α) Κάθε μέρα να νοιώθουμε την ανάγκη της επικοι­νωνίας με τον Πατέρα μας. Κάθε καινούργιο «σήμερα» να φέρνει στη σκέψη μας Εκείνον, που ανοίγει το χέρι Του «και εμπιπλά παν ζώον ευδοκίας».
β) Το «σήμερον», μας προστατεύει από την βασανιστική μέριμνα του «αύριο». Τα αγωνιώδη ερωτημα­τικά για το μέλλον, έχουν ένα πολύ ευρύ φάσμα: Θα έχομε και αύριο επάρκεια αγαθών; Θα προκόψουν τα παιδιά μου; Θα έχω σιδερένια υγεία, καλά γεράματα; Θα τα βγάλω πέρα, σαν Χριστιανός, μέσα σε τόσους πειρα­σμούς; Θα... θα... Κι έρχεται ό φραγμός του «σήμερον» για να ανακόψει το θολό ρεύμα των ανησυχιών, που πάει να μας παρασύρει. Να καθαρίσει τον ορίζοντα της ψυχής και να της δώσει ορατότητα που φθάνει ως την αιωνιότητα!
γ) «Το παρόν ίδιον εκάστω μόνον». Το παρόν μόνον ανήκει στον καθένα. Το «αύριο» είναι στα χέρια του Θεού, Αυτή η σκέψη συγκεντρώνει τις αγωνιστικές δυ­νάμεις μας στο «σήμερα» και κουφίζει το βάρος, που δημιουργεί η αγωνία του «αύριο».

Αν οι οδοιπόροι διευκολύνονται όταν δεν έχουν πρόσθετα βάρη, πολύ περισσότερο εμείς οι προς ουρα­νούς οδεύοντες, παρατηρεί ο Κ. Καλλίνικος. Και ό Ι. Χρυσόστομος χρησιμοποιεί άλλη εικόνα: Αν βάλετε στα πόδια ενός μικρού παιδιού υποδήματα μεγάλα, δεν μπο­ρεί να προχωρήσει στο δρόμο του έτσι οι πρόσθετες έννοιες, οι περισσότερες από κείνες, που στέλνει ο Πατέρας για σήμερα, δημιουργούν δυσκολίες στον πνευ­ματικό μας δρόμο.

Ένας πνευματικός συνήθιζε να χρησιμοποιεί και το έξης παράδειγμα: Κάποιος πατέρας παρήγγειλε στο γιο του να καθαρίσει ένα χέρσο χωράφι. Το παιδί πήγε στο χωράφι, είδε την έκταση της δουλειάς και γύρισε άπρακτο. Αλλά ο πατέρας του εξηγεί: ένα πολύ μικρό τμήμα ζήτησα να καθαρίσεις σήμερα. Στο παιδί, αυτό φάνηκε εύκολο και άρχισε με κέφι τη δουλειά. Κάθε μέρα καθάριζε πρόθυμα το λίγο, που αντιστοιχούσε στο «σήμερα». Αυτό ζητάει κι από μας ο Πατέρας.

Κύριε, Σ' ευχαριστούμε για τις συμπυκνωμένες αλήθειες, που  μας θυμίζεις σε κάθε λέξη της προσευχής, που  μας παρέδωσες.
Σε παρακαλούμε, κάνε  καθένας μας να είναι κύριος και όχι υποχείριος των αναγκών του. Δος μας το πνεύμα της λιτότητας και του μέτρου. Χάρισε μας την αίσθηση της κοινότητος των αγαθών Σου. Δώσε μας εμπιστοσύνη στην αγάπη Σου.
Μόνον για σήμερα. Αμήν.

Το θέμα (27/01) Μέρος Γ΄


3. «Τον επιούσιον»
Ο «επιούσιος» δεν είναι μόνον ο άρτος, πού τρέφει το σώμα. Αλλά «ο επί τη ουσία και συστάσει ημών αυτάρκης» (Θεοφύλακτος). Η σύσταση μας είναι σώμα και ψυχή. Άρα ζητούμε τον άρτο, πού διατηρεί και τη σωματική και την ψυχική μας υγεία και ζωή.
«Άρτος ο κοινός, ουκ εστίν επιούσιος... επιούσιος εστίν ό είς πάσαν σου την σύστασιν αναδίδοται, είς ωφέλειαν σώματος και ψυχής» (Κύριλλος Ιεροσολύμων). Η ψυχή είναι το ανώτερο και σπουδαιότερο συστατικό της υπάρξεως μας και δεν ήταν δυνατόν να το παραβλέψει ο Κύριος.
Όλοι νοιώθουμε να μας πιέζουν οι όποιες υλικές στερήσεις. Δεν αισθανόμαστε όμως, στον ίδιο έστω βα­θμό, τη στέρηση της πνευματικής τροφής της οποίας έχει ανάγκη η ψυχή.
Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος είπε «ουκ έπ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ' 4). Κάτω από το φως αυτής της αλήθειας, το αίτημα σημαίνει: Δώσε μας, Κύριε, τα απαραίτητα υλικά αγαθά, αλλά δώσε μας και όλα όσα τρέφουν και αυξάνουν την πνευματική μας ζωή. Πάνω από το σώμα είναι το πνεύμα, η ψυχή, που συνι­στά τον πραγματικό άνθρωπο, και αυτή δεν αντέχει σε ασιτία.
Αλλά ποιος είναι ο άρτος της ψυχής;
α) Ο λόγος του Θεού.
Ο Κύριος όταν βεβαίωνε, στο όρος των πειρασμών, ότι δεν χρειάζεται μόνον το υλικό ψωμί, για να ζήσει ο άνθρωπος, συμπλήρωσε, αλλά ζήσεται «επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού».
Είναι τόσο απαραίτητος ο λόγος του Θεού, ώστε ο Θεός απειλεί λιμό από τον άρτο του θείου λόγου, ως την μεγαλύτερη θεομηνία: «Ιδού ημέραι έρχονται και έξαποστελώ λιμόν έπι την γην, ου λιμόν άρτων... αλλά λιμόν του ακούσαι λόγον Κυρίου» (Αμώς η' 11).
Αλήθειες και έννοιες, που φωτίζουν, ανεβάζουν, ει­ρηνεύουν, εμπνέουν άγια αισθήματα, οικοδομούν ένα κόσμο αξιών και πεποιθήσεων αποτελούν τροφή της ψυχής. Και ο Παροιμιαστής το βεβαιώνει: «Κρείσσων ψωμός μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης αγαθών... μετά μά­χης» (ιζ' 1), που σημαίνει, ότι και αυτά τα υλικά αγαθά τότε ευφραίνουν πραγματικά, όταν υπάρχει και ο πνευ­ματικός πλούτος.
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον...» Κύριε, δώσε μας τη διάθεση να τροφοδοτούμε την ψυχή μας με τα λόγια σου. Δώσε μας να σκύβουμε με τη δίψα του ελαφιού πάνω από την «πηγή του ζώντος ύδατος». Στις σελίδες του ιερού Βιβλίου να αναζητάμε τον πνευματικό άρτο να γίνεται ό κάθε στίχος του, πηγή εμπνεύσεως στην καθημερινή μας βιωτή.
«Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους...» διάβασε ο άσωτος υιός της Μόνικας και η σύντομη αυτή φράση στάθηκε ικανή να οδηγήσει το μεγάλο πνεύμα του Αυγουστίνου στο φως της πίστεως.
«Ουκ απέθανε, αλλά καθεύδει» φέρνει το λόγο του Θεού στο νου της μπροστά στο φέρετρο του παιδιού της η νεαρή μητέρα -το διη­γείται η ίδια- και παίρνει κουράγιο και νοιώθει αλύγιστη κάτω από το βάρος της απροσδόκητης συμφοράς.
Κι όταν ό πειρασμός σφυρίζει ύπουλα στον αγωνιστή νέο «ματαιοπονείς, κάθε αντίσταση στην αμαρτία είναι ουτοπία. Είναι δυνατός ο αντίπαλος», εκείνος έχει έτοι­μη την αντεπίθεση, με τη βεβαίωση του λόγου  Κυρίου «μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω» (Α' Ιωάν. δ' 4). Ναι, μόνος του, ο καθένας, είναι καλάμι ευλύγιστο, μαζί Του γίνεται βράχος ακλόνητος. Και ανθίσταται και επιμένει και νικά. Φάλαγγες ολόκληρες οι νικητές, που άντεξαν στον αγώνα με τον «άρχοντα του σκότους» γιατί τους όπλισε με δύναμη ακατάβλητη ό λόγος του Θεού.
Ένα «άψυχο» έντυπο, μια σελίδα μόνη, πολλές φο­ρές, που έκρυβε όμως ζωντανό το σπόρο της αλήθειας του Θεού, έφθασε για να ανόρθωση «παραλελυμένα γόνατα» και να δώσει την υγεία σε ετοιμοθάνατες, από την αμαρτία, ψυχές!
β) Η Θεία Κοινωνία.

Αλλά εκείνο, που περισσότερο πρέπει να ζητάμε με λαχτάρα και να ευχόμαστε ποτέ να μην επιτρέψει ο Θεός να στερηθούμε -είτε εξ υπαιτιότητας δικής μας, είτε από τις συνθήκες της ζωής- ως τη στερνή μας πνοή, είναι ο «Άρτος ο ζών» που μας προσφέρεται δια της θ. Κοινω­νίας. Ποτέ και για κανένα λόγο να μη μειωθεί ο ιερός πόθος να τρέφομε την αδύνατη πνευματική μας ύπαρξη με το «ουράνιο μάννα», το Δώρο των δώρων.
Και φυσικά, όχι ορισμένες εποχές του έτους, ούτε σε αραιά διαστήματα, αλλά συχνά, ει δυνατόν, σε κάθε Θεία Λειτουργία. Την αναγκαιότητα της συνεχούς Θείας Κοινωνίας, τονίζουν: Οι λόγοι του Κυρίου (Ιωάν. στ' 47 και εξής), η πράξη της Εκκλησίας, οι Ιεροί Αποστολικοί Κανόνες, τοπικές και οίκουμενικές Σύνοδοι και τα Πατερικά κείμενα.
Από τα τελευταία αναφέρομε ενδεικτικά ελάχιστα αποσπάσματα. Βεβαιώνει ό Μ. Βασίλειος: «Το κοινωνείν καθ' έκάστην ημέραν και μεταλαμβάνειν του σώματος και αίματος του Χριστού καλόν και επωφελές, αυτού (του Κυρίου) σαφώς λέγοντος, ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, έχει ζωήν αίώνιον. Τίς γαρ αμφι­βάλλει, ότι το μετέχειν συνεχώς της ζωής ουδέν άλλο εστίν ή ζην πολλαχώς,...».
Ο ι. Χρυσόστομος επανειλημμένως τονίζει το απαραίτητο της συχνής Θείας Μεταλήψεως, φυσικά με τη δέουσα προετοιμασία. Και συνιστά: «το συνειδός (συνείδηση) καθαίρειν και τότε της Ιεράς άπτεσθαι τραπέζης». Και καταλή­γει «μιαν ημίν οδύνη έστω, το μη μετέχειν ταύτης της τροφής» (μια λύπη να έχουμε στη ζωή , το να μη μετέχουμε σ’ αυτή την τροφή).
Ο Μ. Φώτιος τονίζει ότι της θ. Λειτουργίας «τέλος και σκοπός και έργον η των ζωοποιών εστί και φρικτών μυστηρίων και αγιασμάτων μετάληψις». Παρόμοια εκφράζονται όλοι οι ιεροί Πατέρες για το θέμα αυτό.
Και επανερχόμαστε πάλι στους λόγους του Κυρίου, ο Οποίος ονομάζει τον Εαυτό Του «άρτο της ζωής» για να δείξει ότι η Θ. Κοινωνία είναι τόσο απαραίτητη για την διατήρηση στη ζωή της ψυχής όσο ο υλικός άρτος για την σωματική μας ζωή.  Συνεχίζεται