Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Το θέμα (27/01) Μέρος Γ΄


3. «Τον επιούσιον»
Ο «επιούσιος» δεν είναι μόνον ο άρτος, πού τρέφει το σώμα. Αλλά «ο επί τη ουσία και συστάσει ημών αυτάρκης» (Θεοφύλακτος). Η σύσταση μας είναι σώμα και ψυχή. Άρα ζητούμε τον άρτο, πού διατηρεί και τη σωματική και την ψυχική μας υγεία και ζωή.
«Άρτος ο κοινός, ουκ εστίν επιούσιος... επιούσιος εστίν ό είς πάσαν σου την σύστασιν αναδίδοται, είς ωφέλειαν σώματος και ψυχής» (Κύριλλος Ιεροσολύμων). Η ψυχή είναι το ανώτερο και σπουδαιότερο συστατικό της υπάρξεως μας και δεν ήταν δυνατόν να το παραβλέψει ο Κύριος.
Όλοι νοιώθουμε να μας πιέζουν οι όποιες υλικές στερήσεις. Δεν αισθανόμαστε όμως, στον ίδιο έστω βα­θμό, τη στέρηση της πνευματικής τροφής της οποίας έχει ανάγκη η ψυχή.
Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος είπε «ουκ έπ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. δ' 4). Κάτω από το φως αυτής της αλήθειας, το αίτημα σημαίνει: Δώσε μας, Κύριε, τα απαραίτητα υλικά αγαθά, αλλά δώσε μας και όλα όσα τρέφουν και αυξάνουν την πνευματική μας ζωή. Πάνω από το σώμα είναι το πνεύμα, η ψυχή, που συνι­στά τον πραγματικό άνθρωπο, και αυτή δεν αντέχει σε ασιτία.
Αλλά ποιος είναι ο άρτος της ψυχής;
α) Ο λόγος του Θεού.
Ο Κύριος όταν βεβαίωνε, στο όρος των πειρασμών, ότι δεν χρειάζεται μόνον το υλικό ψωμί, για να ζήσει ο άνθρωπος, συμπλήρωσε, αλλά ζήσεται «επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού».
Είναι τόσο απαραίτητος ο λόγος του Θεού, ώστε ο Θεός απειλεί λιμό από τον άρτο του θείου λόγου, ως την μεγαλύτερη θεομηνία: «Ιδού ημέραι έρχονται και έξαποστελώ λιμόν έπι την γην, ου λιμόν άρτων... αλλά λιμόν του ακούσαι λόγον Κυρίου» (Αμώς η' 11).
Αλήθειες και έννοιες, που φωτίζουν, ανεβάζουν, ει­ρηνεύουν, εμπνέουν άγια αισθήματα, οικοδομούν ένα κόσμο αξιών και πεποιθήσεων αποτελούν τροφή της ψυχής. Και ο Παροιμιαστής το βεβαιώνει: «Κρείσσων ψωμός μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης αγαθών... μετά μά­χης» (ιζ' 1), που σημαίνει, ότι και αυτά τα υλικά αγαθά τότε ευφραίνουν πραγματικά, όταν υπάρχει και ο πνευ­ματικός πλούτος.
«Τον άρτον ημών τον επιούσιον...» Κύριε, δώσε μας τη διάθεση να τροφοδοτούμε την ψυχή μας με τα λόγια σου. Δώσε μας να σκύβουμε με τη δίψα του ελαφιού πάνω από την «πηγή του ζώντος ύδατος». Στις σελίδες του ιερού Βιβλίου να αναζητάμε τον πνευματικό άρτο να γίνεται ό κάθε στίχος του, πηγή εμπνεύσεως στην καθημερινή μας βιωτή.
«Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους...» διάβασε ο άσωτος υιός της Μόνικας και η σύντομη αυτή φράση στάθηκε ικανή να οδηγήσει το μεγάλο πνεύμα του Αυγουστίνου στο φως της πίστεως.
«Ουκ απέθανε, αλλά καθεύδει» φέρνει το λόγο του Θεού στο νου της μπροστά στο φέρετρο του παιδιού της η νεαρή μητέρα -το διη­γείται η ίδια- και παίρνει κουράγιο και νοιώθει αλύγιστη κάτω από το βάρος της απροσδόκητης συμφοράς.
Κι όταν ό πειρασμός σφυρίζει ύπουλα στον αγωνιστή νέο «ματαιοπονείς, κάθε αντίσταση στην αμαρτία είναι ουτοπία. Είναι δυνατός ο αντίπαλος», εκείνος έχει έτοι­μη την αντεπίθεση, με τη βεβαίωση του λόγου  Κυρίου «μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω» (Α' Ιωάν. δ' 4). Ναι, μόνος του, ο καθένας, είναι καλάμι ευλύγιστο, μαζί Του γίνεται βράχος ακλόνητος. Και ανθίσταται και επιμένει και νικά. Φάλαγγες ολόκληρες οι νικητές, που άντεξαν στον αγώνα με τον «άρχοντα του σκότους» γιατί τους όπλισε με δύναμη ακατάβλητη ό λόγος του Θεού.
Ένα «άψυχο» έντυπο, μια σελίδα μόνη, πολλές φο­ρές, που έκρυβε όμως ζωντανό το σπόρο της αλήθειας του Θεού, έφθασε για να ανόρθωση «παραλελυμένα γόνατα» και να δώσει την υγεία σε ετοιμοθάνατες, από την αμαρτία, ψυχές!
β) Η Θεία Κοινωνία.

Αλλά εκείνο, που περισσότερο πρέπει να ζητάμε με λαχτάρα και να ευχόμαστε ποτέ να μην επιτρέψει ο Θεός να στερηθούμε -είτε εξ υπαιτιότητας δικής μας, είτε από τις συνθήκες της ζωής- ως τη στερνή μας πνοή, είναι ο «Άρτος ο ζών» που μας προσφέρεται δια της θ. Κοινω­νίας. Ποτέ και για κανένα λόγο να μη μειωθεί ο ιερός πόθος να τρέφομε την αδύνατη πνευματική μας ύπαρξη με το «ουράνιο μάννα», το Δώρο των δώρων.
Και φυσικά, όχι ορισμένες εποχές του έτους, ούτε σε αραιά διαστήματα, αλλά συχνά, ει δυνατόν, σε κάθε Θεία Λειτουργία. Την αναγκαιότητα της συνεχούς Θείας Κοινωνίας, τονίζουν: Οι λόγοι του Κυρίου (Ιωάν. στ' 47 και εξής), η πράξη της Εκκλησίας, οι Ιεροί Αποστολικοί Κανόνες, τοπικές και οίκουμενικές Σύνοδοι και τα Πατερικά κείμενα.
Από τα τελευταία αναφέρομε ενδεικτικά ελάχιστα αποσπάσματα. Βεβαιώνει ό Μ. Βασίλειος: «Το κοινωνείν καθ' έκάστην ημέραν και μεταλαμβάνειν του σώματος και αίματος του Χριστού καλόν και επωφελές, αυτού (του Κυρίου) σαφώς λέγοντος, ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα, έχει ζωήν αίώνιον. Τίς γαρ αμφι­βάλλει, ότι το μετέχειν συνεχώς της ζωής ουδέν άλλο εστίν ή ζην πολλαχώς,...».
Ο ι. Χρυσόστομος επανειλημμένως τονίζει το απαραίτητο της συχνής Θείας Μεταλήψεως, φυσικά με τη δέουσα προετοιμασία. Και συνιστά: «το συνειδός (συνείδηση) καθαίρειν και τότε της Ιεράς άπτεσθαι τραπέζης». Και καταλή­γει «μιαν ημίν οδύνη έστω, το μη μετέχειν ταύτης της τροφής» (μια λύπη να έχουμε στη ζωή , το να μη μετέχουμε σ’ αυτή την τροφή).
Ο Μ. Φώτιος τονίζει ότι της θ. Λειτουργίας «τέλος και σκοπός και έργον η των ζωοποιών εστί και φρικτών μυστηρίων και αγιασμάτων μετάληψις». Παρόμοια εκφράζονται όλοι οι ιεροί Πατέρες για το θέμα αυτό.
Και επανερχόμαστε πάλι στους λόγους του Κυρίου, ο Οποίος ονομάζει τον Εαυτό Του «άρτο της ζωής» για να δείξει ότι η Θ. Κοινωνία είναι τόσο απαραίτητη για την διατήρηση στη ζωή της ψυχής όσο ο υλικός άρτος για την σωματική μας ζωή.  Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου