Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Από τον τελευταίο Κύκλο μας (26/05/΄13) ΙΙΙ.

...
3. Η αγιογραφική στήριξη και η λατρευτική πράξη.

Στην Ορθόδοξη λατρεία μας, που έχει διαμορφωθεί με βάση την Αγία Γραφή και την Αποστολική παράδοση, από το «εύλογητός ό Θεός...», που αρχίζει κάθε ιερή ακολουθία, ως το «Ἀμήν» που τελειώνει, το δοξολογητικό στοιχείο αποτελεί τη σπονδυλική της στήλη. Γράφει ο Νικ. Καβάσιλας: «Οὓτω πρώτην ἔχει τάξιν τῶν πρὸς Θεὸν ἐντεύξεων δοξολογία. Διά τοῦτο πρὸ πᾶσης εὐχῆς καὶ ἱερουργίαςἱ ὁ ἱερεύς δοξολογεῖ τὸν Θεὸν». Η έκφραση της ευλαβικής καρδιάς, που ξεχύνει πλούσια το
άρωμα της δοξολογίας και της ευγνωμοσύνης της στη θεία Μεγαλοσύνη, συνυφαίνεται με τους ύμνους και τις ευχές.

Οι προτροπές «εὐλόγει ψυχή μου τόν Κύριον...», «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τὸν Κύριον» καλούν και τους πιο ράθυμους σ’ αυτόν τον ιερό χορό. Το «δόξα Πατρί...» προλογίζει τα «δοξαστικά» και η κατάληξη «ὃτι Σοί πρέπει πᾶσα δόξα τιμή καί προσκύνησις.,..» σφραγίζει τις ευχές. Ακόμα και όταν θυμόμαστε τις αμαρτίες μας και ζητάμε το έλεος Του, οι ικεσίες μας καταλήγουν σε αίνο στον Θεό.

«Καθ' ἐκάστην ἡμέραν εὐλογήσω Σε...» υποσχόμαστε στην είσοδο της θ. Λειτουργίας. Και δεν υπάρχει μέρα, παρατηρεί ο π. Σερ. Παπακώστας, όσον πολυάσχο­λος ή θλιβερά, πού να μη οφείλωμεν εκ βάθους καρδίας «αἴνεσιν τῷ Κυρίῳ». Δειγματοληπτικά ας θυμηθούμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

  «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας» (Ίώβ α' 21) είναι η γνωστή δοξολογητική έκφραση του Ιώβ, στις πιο οδυνηρές στιγμές της ζωής του, που την υιοθέτησε και η Εκκλησία μας.

  Υπέροχος ύμνος δοξολογίας ήταν των Τριών Παί­δων η προσευχή, μέσα στο «ἑπταπλασίως» πυρωμένο καμίνι, που το μετέβαλε σε δροσιά ευχάριστη και απολαυστική.

  Το δοξολογητικό στοιχείο δεσπόζει στους αθάνα­τους ψαλμούς του Προφήτη με την πολυτάραχη ζωή. «Εὐλογήσω τόν Κύριονν παντί καιρῷ...» και  «σω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλώ τῷ Θεῷ μου ἓως ὑπάρ­χω»  (Ψαλμ.  33  και   103)  δηλώνει  κατηγορηματικά ο πολυάσχολος βασιλιάς.

  «Μεγαλύνει ψυχή μου τόν Κύριον...» (Λουκ. α' 46) είναι η μεγαλειώδης ωδή της Παναγίας μας, για την τιμή, που της έκανε ο  Ουρανός.

  Δέσμιοι και καταπληγωμένοι «εἰς τήνσωτέραν φυλακήν» των Φιλίππων, «Παῡλος καί Σίλας... ὓμνουν τόν Θεόν» (Πράξ. ιστ' 25).

Δοξολογία και ευχαριστία αντηχεί, σαν αγγελική ηχώ, παντού όπου χύνεται μαρτυρικό αίμα.
Γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος για τους μάρτυρες του Χριστού: «...εδέχοντο μετά χαράς και ευφροσύνης την υστάτην απόφασιν του θανάτου, ώστε έψαλλον ύμνους και ανέμελπον δοξολογίας και ευχαριστίας εις τον όλων Θεόν, μέχρις εσχάτης αναπνοής».
***



Μεταφέρουμε μια αλληγορική εικόνα.
Η Κυριακή προσευχή μοιάζει μ' ένα νοητό καράβι. Η πλώρη του καραβιού είναι οι δυο πρώτες λέξεις «Πάτερ ημών». Ό Χριστός μας δίδαξε να λέμε και να νοιώθουμε Πατέρα μας τον Θεό. Η πλώρη του βίου μας είναι στραμμένη πάντα προς την κατεύθυνση του Πατέρα.
Στο πλάι της πλώρης κρέμεται έτοιμη η άγκυρα της ελπίδας. Είναι η φράση «Εν τοϊς ούρανοΐς». Δεν έχομε εδώ «μένουσαν πόλιν». Η άνω Ιερουσαλήμ είναι το λιμάνι που θα αγκυροβολήσουμε.
«Άγιασθήτω το όνομα Σου, έλθέτω ή βασιλεία Σου, γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν οϋρανώ και έπΐ της γης». Να τα τρία μεγάλα πανιά, που σπρώχνουν το σκάφος του χριστιανικού βίου. Τα κολπώνει το Πνεύμα το Άγιο, που φυσά δυνατά και εμπνέει τους τρεις αυτούς ιερούς πόθους: να δοξασθεί το όνομα του Θεού, να αγιασθεί στα χείλη και στις καρδιές μας. Να έλθει η βασιλεία του Χριστού. Και να εγκατασταθεί εδώ στη γη το καθεστώς του Παραδείσου, όπου ένας νόμος υπάρχει, το θέλημα του Θεού.
Να τώρα και το σκαρί του πλοίου: «Τον άρτον ημών τον έπιούσιον δός ήμϊν σήμερον». Ο ολιγαρκής βίος του πιστού, μοιάζει με σκάφος ανάλαφρο και αμέριμνο.
Εν τούτοις, όσο ελαφρό κι αν είναι το σκάφος, θα βυθιζόταν κάτω από το φοβερό φορτίο των αμαρτιών μας, που όμως ό Θεός το σηκώνει ακούγοντας τη θερμή αίτηση: «Και υφές ήμϊν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοϊς όφειλέταις ημών». Έτσι, ζητώντας από τον Κύριο να μας συγχωρήσει, υποσχόμενοι και ημείς συγχώρηση στους εχθρούς μας, αδειάζουμε με τη μετάνοια και την αγάπη το πλοίο της ζωής μας από το θανάσιμο φορτίο του.
Τέλος, Κυβερνήτη στο σκάφος αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον Θεό, γιατί Αυτός μόνος μπορεί να μας οδήγηση ασφαλώς, μέσα από ξέρες, σκοπέλους και υφάλους, που ο διάβολος βάζει στο δρόμο μας. Αυτή την έννοια έχει η ικεσία: «Και μη εϊσενέγκης ημάς είς πειρασμόν, άλλα ρΰσαι ημάς από του πονηρού».
Ωριοπλούμιστη είναι και η πρύμνη του καραβιού μας, με τη δοξολονητική κατάληξη, που είναι ο επίλογος: «"Οτι σου εστίν ή βασιλεία και ή δύναμις και ή δόξα».
***
Στη στεγνή από ευγενικά αισθήματα, μηχανοκρατική εποχή μας, η γλώσσα της δοξολογίας και ευχαριστίας φαίνεται ακατανόητη. Την νοιώθει μόνον η καρδιά, που πλημμυρίζει από αγάπη στο Θεό και Σωτήρα της.
Ας είμαστε, οι πιστοί, προθυμότεροι στο ιερό αυτό καθήκον. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στο «Θαβώρειον φως», που ξεπερνάει το φράχτη των αισθήσεων και φθά­νει στην «κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς» (Έβρ. ι' 34).
Ας απευθύνουμε θερμότερα και ενσυνείδητα το «δό­ξα Σοι ο Θεός», όχι σαν στεναγμό ανακουφίσεως, αλλά σαν έκφραση της γεμάτης δοξολονητικά αισθήματα καρ­διάς μας. Κι ας σφραγίζουμε μ' ένα εγκάρδιο «αμήν» την υποδειγματική προσευχή, που μας χάρισαν τα θεϊκά χεί­λη.
Διότι «ποία άλλη δύναται να ύπαρξη πνευματικωτέρα προσευχή, παρά η δοθείσα ημίν δια του Ιησού Χριστού;... Είναι φιλίας και οικειότητας απόδειξις το προσφέρειν τω Θεώ εκ των του Θεού και ανέρχεσθαι μέχρι των ακοών Αυτού δι' αιτήσεων, τάς οποίας υπέρ ημών συνέταξεν ό Χριστός» (άγιος Κυπριανός).