Ο Παύλος στην Αθήνα (Πραξ.
ιζ’ 15-16 ).
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πολλά θα είχε ακούσει για την Αθήνα
στην πατρίδα του, την Ταρσό, από την οποία μάλιστα τρεις συμπατριώτες του είχαν
γίνει κατά τους καιρούς εκείνους και διευθυντές σε μια ξακουσμένη φιλοσοφική
σχολή των Αθηνών, στη σχολή των Στωικών. Έπειτα, είχε διαβάσει ο ίδιος μερικά
τουλάχιστον συγγράμματα των αρχαίων σοφών και ποιητών, είχε γνωρίσει αρκετά την ελληνική φιλοσοφία και όπως όλος ο κόσμος, θα είχε θαυμάσει το λαό αυτό, που
είχε αναδείξει τόσο μεγάλους σοφούς.
Εδώ στην Αθήνα δοκίμασε τώρα ο Παύλος μια μεγάλη έκπληξη. Γύριζε
τους δρόμους και την αγορά και τού έκαμε ιδιαίτερη εντύπωση το πλήθος των
ειδώλων και των αγαλμάτων. Δεν έβλεπε βέβαια για πρώτη φορά ελληνική πόλη και
αγάλματα. Η Ταρσός και η Αντιόχεια ήτανε ελληνικές πόλεις. Οι Φίλιπποι, η
Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις που είχε περάσει ήταν ελληνικές. Όλες αυτές και
μάλιστα η Αντιόχεια είχαν πολλά αγάλματα αφιερωμένα σε ένα πλήθος θεών.
Στην Αθήνα, όμως, το πράγμα είχε παραγίνει. Στους ναούς, στους
δρόμους, στις πλατείες, στις εισόδους της πόλεως, στις αυλές και στα σπίτια
υπήρχαν αναρίθμητα αγάλματα, παλιά και νέα. Παρά τις λεηλασίες των Ρωμαίων, η
Αθήνα είχε την εποχή εκείνη περισσότερα αγάλματα, από όσα είχε όλη η άλλη Ελλάδα.
Και τα αγάλματα αυτά ήσαν γεννήματα της ειδωλολατρικής εποχής, συνδέονταν με την
ειδωλολατρία αλλά και προωθούσαν την
ειδωλολατρία.
Πώς λοιπόν να μην δυσφορεί και μην εξερεθίζεται
ο απόστολος Παύλος, που έβλεπε «κατείδωλον
τὴν πόλιν»; Αυτός ήρθε να κηρύξει το Θεό και βρέθηκε μέσα στα είδωλα. Μπορεί να θαύμαζε την τέχνη, αλλά τα έβλεπε και σαν γεννήματα και τροφοδότες της πλάνης. Πολλές φορές θα
θυμήθηκε ασφαλώς το «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα… οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς,
οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου». Θα
σκεπτόταν ο Παύλος «πώς συμβαίνει ένας τόσο μορφωμένος λαός να έχει τόσα και τόσα
είδωλα; Δεν κατόρθωσε λοιπόν με τη σοφία του να καταλάβει ότι οι ειδωλολατρικοί
θεοί είναι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι; Και αν είναι υποδουλωμένος τόσο πολύ στην
ειδωλολατρία, πώς θα ακούσει τώρα το κήρυγμα της σωτηρίας, το ευαγγέλιο του
Χριστού;» Έτσι «Ἐν ταῖς Ἀθήναις …παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον
οὖσαν τὴν πόλιν»
Οποιοσδήποτε από μας τους Χριστιανούς αν ήταν τότε στη θέση του
Παύλου, θα δοκίμαζε δικαιολογημένη δυσφορία για την ειδωλολατρική εκείνη κατάσταση
και θα ήταν έτοιμος να κατακρίνει τους Αθηναίους. Αλλά πριν όμως καταδικάσουμε
τους Αθηναίους της εποχής εκείνης, ας ρωτήσουμε μήπως και στην εποχή μας
υπάρχουν ειδωλολάτρες; Και δεν πρόκειται για τους ειδωλολάτρες, που ζουν στην
Ασία και στην Αφρική, που δεν έχουν ακόμα δεχθεί την πίστη. Αλλά πρόκειται για
μερικούς ειδωλολάτρες, που ζουν εδώ γύρω μας, και μολονότι ονομάζονται Χριστιανοί,
λατρεύουν εν τούτοις τα είδωλα. Πρόκειται για μια ειδωλολατρία πολύ
διαδεδομένη. Είναι η ειδωλολατρία των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων. Όσο
κι' αν φαίνεται αυτό παράξενο, οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις αποτελούν
καθαρή ειδωλολατρία και ο δούλος των προλήψεων είναι ειδωλολάτρης κι όχι
Χριστιανός. Αλλά και πόσοι αδελφοί μας δεν παρασύρονται σε αλλότριες δοξασίες
και αφιερώνουν το χρόνο και την ενέργειά τους στη μελέτη παράδοξων διδασκαλιών
και «στολίζουν» τα σπίτια τους με παράξενα ξόανα και στολίδια; Τι κάνουμε εμείς
για όλους αυτούς; Πώς ασφαλίζουμε τις ψυχές μας και τις συνειδήσεις των παιδιών
μας και των γύρω μας , γνωστών και αγνώστων; Μέσα στην πόλη της σοφίας και της γνώσεως, μέσα στην ονομαστή για
τους φιλοσόφους και τους ποιητές Αθήνα, έμενε άγνωστος ο αληθινός Θεός!
Αργότερα θα γράψει ο απόστολος Παύλος προς τους Έλληνες ότι «οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν».
Ότι δηλαδή οι άνθρωποι με τη σοφία και επιστήμη δεν είχαν κατορθώσει να
γνωρίσουν τον αληθινό Θεό. Και ούτε μπορεί ποτέ το μυαλό, όσον δυνατό και αν
είναι, να ανεβεί τόσο ψηλά, ώστε να γνωρίσει και να εννοήσει τον άπειρο Θεό. Αλλά
πρέπει να σημειώσουμε ότι μέσα στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει πάντα η δίψα να
μάθει το Δημιουργό του και Δημιουργό όλου του
κόσμου.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν έβρισκαν ανάπαυση στα είδωλα. Ο νους και η
καρδιά έψαχνε να βρει τον άγνωστο, αλλά αληθινό Θεό. Έτσι βλέπουμε, ότι
διάφοροι λαοί είχαν κτίσει βωμούς, για να τιμήσουν θεούς άγνωστους, όπως τους
έλεγαν, ή αβέβαιους ή ανωνύμους. Οι Κελτίβηρες λάτρευαν ένα θεό ανώνυμο και
περνούσαν μια ολόκληρη πανσέληνη νύκτα έξω από τις πύλες, θυσιάζοντας και
χορεύοντας. Ο Οβίδιος, μιλάει για το δημιουργό Θεό, σαν για άγνωστο. Το ίδιο κι
ο Οράτιος. Κάποιος βασιλιάς της Βαβυλώνας, σ' έναν του ψαλμό μετανοίας γράφει
και τα έξης: «Εναντίον Θεού γνωστού ή αγνώστου έχω διαπράξει σφάλματα έχω
κάμει πολλές ανταρσίες. Φοβάμαι το βλέμμα της θεότητας σου». Στην Ολυμπία
κοντά στο βωμό του Διός υπήρχε και «αγνώστων θεών βωμός». Το ίδιο και στην
Πέργαμο. Και οι Αθηναίοι ένοιωθαν κενό και δίψα μέσα τους. Κάτι ψιθύριζε στην
ψυχή ότι πάνω απ’ τα είδωλα, πάνω απ’ την ανθρώπινη.
σοφία, υπάρχει η άπειρη σοφία. Δεν Τον ήξεραν, Τον .αισθάνονταν,
αόριστα, αμυδρά. Κι όμως ήθελαν να Τον γνωρίσουν, να λατρέψουν, να ζητήσουν βοήθεια και προστασία. Και
είχαν κτίσει βωμό, όπου είχαν γράψει την αφιέρωση «ΑΓΝΩΣΤΩ
ΘΕΩ».Δεν έκαναν άγαλμα στο Θεό αυτό, δεν του έδωσαν όνομα. Δεν έπλασαν μύθους γι' αυτόν. Αλλά διατηρούσαν τον βωμό και
σέβονταν τον Άγνωστο Θεό, όπως πληροφορούν
και εθνικοί συγγραφείς.
Φαντασθείτε λοιπόν τώρα την έκπληξη του Παύλου. Εκεί που έβλεπε την
πόλη «κατείδωλον» και ερεθιζόταν το πνεύμα του,
συνάντησε έξαφνα αυτόν τον
βωμό! Η καρδιά του χτύπησε δυνατά
και μια παρήγορη ελπίδα φώτισε το πρόσωπο του. Θεώρησε τον βωμό αυτόν καλό σημάδι για τους Αθηναίους. Σκέφθηκε ότι αυτός, σαν Απόστολος του Χριστού, είχε καθήκον
να φέρει το φως της νέας πίστεως στους καλοπροαίρετους Αθηναίους. Τί κι αν οι
βωμοί του Δία και των άλλων θεών κάπνιζαν συνεχώς από θυσίες; Αρκεί να ήταν
κρυμμένος στην καρδιά τους ο πόθος για τον αληθινό Θεό. Κι άρχισε να κηρύττει «Χριστόν ἐσταυρωμένον».
Ας σκεφθούμε κι εμείς κάτι επάνω σ' αυτό το γεγονός. Πολλές φορές
βλέπομε γύρω μιας ανθρώπους, Χριστιανούς αυτούς, που σκέπτονται όμως και ζουν σαν
ειδωλολάτρες. Δεν πάνε στην εκκλησία. Δεν ξέρουν τίποτε από εξομολόγηση και
θεία κοινωνία. Δεν τρέφονται με τη χάρη των μυστηρίων. Δεν διαβάζουν, κι' ούτε έχουν
όρεξη να διαβάσουν, το θέλημα του Θεού. Έχουν τον νου και την καρδιά δοσμένα
στην ύλη, στις καθημερινές εργασίες και ασχολίες, σαν να είναι άθεοι ή ειδωλολάτρες.
Αλλά μπορεί να υπάρχει μέσα τους η καλή διάθεση να μάθουν την αλήθεια, να
γνωρίσουν το Χριστό. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί τέτοιοι άνθρωποι, απογοητευμένοι
από τη χωρίς Θεό ζωή, πικραμένοι από το φαρμάκι της αμαρτίας, βαρυφορτωμένοι από
τη συναίσθηση της ενοχής, ποθούν τη λύτρωση. Κατά βάθος επιθυμούν να γνωρίσουν
το Λυτρωτή. Και τους ακούς να λένε: Δεν είναι κατάσταση αυτή. Και τί δεν θα
’δινα, για να γλυτώσω από τη θλίψη, την απελπισία! Και μερικές φορές ανεβαίνει από την καρδιά στο
στόμα το όνομα του άγνωστου ακόμα γι' αυτούς Θεού.
Τί χρειάζεται γι' αυτούς; Ένας αληθινός Χριστιανός, που θ' αναλάβει
να τους οδηγήσει, κοντά στο Χριστό, όπως ο Παύλος οδήγησε τους καλοπροαίρετους
Αθηναίους. Ο Θεός θέλει τον καθένα μας απόστολο και ιεραπόστολο μέσα στην
κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου