Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Από τους παλιούς μας Κύκλους (2008)


Μνήμη των αγίων ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΑΡΊΎΡΩΝ
των εν Σεβαστεία μαρτυρησάντων.

 Όταν ο σκληρόκαρδος Λικίνιος (308-323), με τον οποίο ο άγιος Κωνσταντίνος μοιραζόταν την εξουσία, πέταξε το προσωπείο της υπο­κρισίας, εξέδωσε διατάγματα εναντίον των χριστιανών και έστειλε σε όλες τις επαρχίες άρχοντες επιφορτισμένους να εκτελέσουν τις διαταγές του, θανατώνοντας με φρικτά μαρτύρια όσους δεν υποτάσσονταν. Ο έπαρχος Αγρικόλαος, πού ορίστηκε για την Καππαδοκία και την Μικρή Αρμενία, ήταν από τους πιο πρόθυμους εκτελεστές των διαταγμάτων του τυράννου, και κάλεσε στην Σεβάστεια, οπού είχε την έδρα του, την δωδέκατη αυτοκρατορική λεγεώνα την οποία διοικούσε ο δούκας Λυσίας. Σαράντα από τους στρατιώτες αυτής της λεγεώνας άντρες νέοι, γενναίοι, πού έχαιραν εκτίμησης για τις υπηρεσίες τους, αρνήθηκαν τότε να θυσιάσουν στα είδωλα και διακήρυξαν την χριστιανική τους πίστη.
 Προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές αλλά, ενωμένοι δια της πίστεως και της αγάπης, παρουσιάστηκαν ένας-ένας ενώπιον του έπαρχου λέγοντας: «Είμαι χριστιανός!» Ο Αγρικόλαος αρχικά δοκίμασε να τους προσεταιρισθεί με την πραότητα, εκθειάζοντας τα κατορθώματα τους και υποσχόμενος προνομίες και τιμές εκ μέρους του αυτοκράτορα.
Οι άγιοι αποκρίθηκαν δια στόματος ενός από τους στρατιώτες: «Αν καθώς λέγεις, έχουμε αγωνισθεί γενναία για τον επίγειο αυτοκράτορα, με πόσο μεγαλύτερο ζήλο πρέπει να δοθούμε τώρα. στον αγώνα για την αγάπη του Παμβασιλέως; Για μας μια ζωή υπάρχει: ο υπέρ Χρίστου θάνατος».
 Τους έριξαν στην φυλακή εν αναμονή νέας ανάκρισης και εκεί οι άξιοι αγωνιστές της ευσέβειας προσεύχονταν στον Χριστό να τους διαφυλάξει και να τους ενδυναμώσει στον επικείμενο αγώνα τους. Επ­αγρυπνούσαν, όταν  εμφανίσθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός  και τους είπε: «Αρχίσατε καλά, αλλά ο στέφανος θα δοθεί σε οποίον υπομείνει μέχρι τέλους
Την επόμενη το πρωί ο έπαρχος τους κάλεσε και πάλι και ξανάρχισε τις κολακείες του, όμως ένας από τους μάρτυρες, ο άγιος Κάνδιδος, τον έλεγξε δημόσια για την μελιστάλαχτη υποκρισία του, προκαλώντας την οργή του. Παρ' ’ολα αυτά, μην μπορώντας να πράξει τίποτα εναντίον τους, αφού ο στρατηγός τους Λυσίας δεν τους είχε κρίνει, ο Αγρικόλαος διέταξε να τους ρίξουν εκ νέου στην φυλακή. Όταν ο Λυσίας έφτασε στην Σεβάστεια μετά επτά ημέρες, τους οδήγησαν ενώπιον του. Καθ' οδόν ο Κυρίων ενεθάρρυνε τους συντρόφους του : «Τρεις είναι οι εχθροί μας: ο διάβολος, ο Λυσίας και ο έπαρχος. Τι μπορούν να χάνουν εναντίον μας, ενάντια σε σαράντα στρατιώτες του Χριστού
Όταν τους είδε τόσο σταθερούς και αποφασισμένους, ο Λυσίας πρόσταξε τους άλλους στρατιώτες να τους σπάσουν τα δόντια με πέτρες. Άλλα μόλις πήγαν να εκτελέσουν την διαταγή, θεία δύναμη τους τύφλωσε και μέσα στην σύγχυση τους χτυπιούνταν αναμεταξύ τους. Ο Λυσίας εξοργισμένος άρπαξε τότε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε εναντίον των αγίων, άλλα η πέτρα χτύπησε τον Αγρικόλαο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Μετέφεραν τους αγίους στην φυλακή για την νύχτα, μέχρι να αποφασίσουν σε τί μαρτύριο θα τους υπέβαλλαν.
Θέτοντας σε εφαρμογή όλη την διεστραμμένη φαντασία του, ο έπαρ­χος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα ενδύματα και να τους αφήσουν γυ­μνούς στην παγωμένη λίμνη, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πόλη, ώστε να πεθάνουν μέσα στους φριχτούς πόνους που προκαλεί το ψύχος. Για να εντείνει το μαρτύριο σκέφτηκε να στήσει μπροστά στους αγίους, ως ύστατο πειρασμό, την λύτρωση από το βάσανο: Διέταξε λοιπόν να ετοιμάσουν στην όχθη της λίμνης ζεστό λουτρό, έτσι ώστε αυτός που θα εγκαταλείψει τον αγώνα, νικημένος από το ψύχος, να βρει εκεί παρηγοριά.
Μόλις άκουσαν την απόφαση, οι άγιοι άρχισαν να συναγωνίζονται ποιος θα βγάλει πρώτος τα ενδύματα λέγοντας: «Ας μη βγάλομε μό­νον το ένδυμα, άλλα ας βγάλομε τον παλαιό άνθρωπο, τον φθειρόμενον κατά τις επιθυμίες της απάτης. Ευχαριστούμεν σοι, Κύριε, διότι απεκδυσάμενοι τα ενδύματα αυτά αποβάλλαμε την αμαρτία. Επειδή εξ αιτίας του όφεως φορέσαμε τον δερμάτινο χιτώνα, ας τον αποβάλομε σήμερα ώστε να αποχτήσουμε τον Παράδεισο πού απωλέσαμε. Και ο Κύριος γυμνώθηκε. Τί μεγαλύτερη τιμή για τον δούλο από το να πάθει όσα έπαθε ο Κύριος του; Και μάλιστα εμείς είμαστε εκείνοι, πού γυμνώσαμε τον ίδιο τον Κύριον, διότι το τόλμημα εκείνο ήταν έργο στρατιωτών, θα εξαλείψομε λοιπόν από μόνοι μας την εις βάρος μας κατηγορία.Δριμύς ο χειμώνας, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος- αλγεινή η παγωνιά, αλλά γλυκιά η ανάπαυση. Λίγο ας υπομείνουμε και θα ζεσταθούμε εν κόλποις Αβραάμ. Έναν­τι κόπου μιας νυκτός θα εξαγοράσουμε την αιωνία χαρά... Θα ανταλλάξομε μιαν νύκτα με όλη την αιωνιότητα. Ας κατακαούν τα πόδια δια να χορεύουν διηνεκώς με τους αγγέλους. Ας αποκοπούν τα χέρια δια να έχουν παρρησία να υψώνονται προς τον Δεσπότη. Αφού ούτως ή άλλως θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε αιωνίως. Γενέσθω η θυσία ημών ενώπιον σου, Κύριε, και είθε να γίνομε δεκτοί ως θυσία ζώσα, ευάρεστος εις Σε, γενόμενοι ολοκαυτώματα του ψύχους και όχι του πυρός».
Ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλο με αυτόν τον τρόπο οι σαράντα μάρ­τυρες προχώρησαν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος πάνω στον πάγο, χωρίς άλλο δεσμό παρά την θέληση τους, και όλη την νύκτα άντεξαν τον πα­γωμένο αέρα, ιδιαίτερα ψυχρό σε κείνα τα μέρη, να τους περονιάζει προσευχόμενοι στον Κύριο να εξέλθουν και οι σαράντα νικητές από αυτό τον αγώνα, χωρίς να λείψει ούτε ένας από τον ιερό αυτόν αριθμό, πού συμ­βολίζει την πληρότητα. Καθώς η νύκτα προχωρούσε, τα σώματα τους άρχισαν να ξυλιάζουν από το κρύο και το αίμα τους να παγώνει προ­καλώντας αφόρητους πόνους στην καρδιά, οπότε ένας από τους σαράντα στρατιώτες νικημένος από τον πόνο, άφησε την λίμνη και βάδισε προς το λουτρό.
Η μεγάλη όμως διαφορά της θερμοκρασίας τον θανάτωσε σχεδόν ακαριαία, στερώντας του τον καλλίνικο στέφανο. Οι άλλοι τριάντα εννέα θλιμμένοι για την απώλεια του συντρόφου τους, πολλαπλασίασαν τις δε­ήσεις τους, ώσπου μεγάλο φως άστραψε στον ουρανό και στάθηκε πάνω από την λίμνη θερμαίνοντας τους, ενώ άγγελοι κατέρχονταν στεφανώνον­τας τους με τριάντα εννέα απαστράπτοντες στεφάνους. Μπροστά σε αυτό το θαύμα, ένας από τους δεσμοφύλακες, ο Αγλάιος, πού ζεσταινόταν κοντά στο λουτρό, ένοιωσε να αφυπνίζεται η πίστη στην συνείδηση του. Διαπιστώνοντας ότι στον αέρα στέκει μετέωρος ένας τεσσαρακοστός στέφανος, σαν να περίμενε κάποιον να έρθει για να συμπληρώσει τον αριθμό των εκλεκτών, ξύπνησε τους συναδέλφους του, τους πέταξε τα ρούχα του και προχώρησε γοργά στον πάγο να ανταμώσει τους μάρ­τυρες, φωνάζοντας ότι είναι κι αυτός χριστιανός.
Όταν την επόμενη ο Αγρικόλαος πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε να βγάλουν τους μάρτυρες από την λίμνη, να τους αποτελειώσουν σπά­ζοντας τους τα πόδια, και κατόπιν να ρίξουν τα σώματα τους στην πυρά ώστε να μην μείνει ίχνος από τον ένδοξο αγώνα τους. Καθώς τους οδη­γούσαν στο έσχατο μαρτύριο, οι ένδοξοι μάρτυρες έψαλλαν: Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν (Ψαλμ. 65, 12). Αφού οι δήμιοι εξετέλεσαν το έργο τους, φόρτωσαν τα σώματα των μαρ­τύρων σε ένα κάρο για να τα μεταφέρουν στην πυρά.
 Πρόσεξαν τότε ότι ο πιο νέος από τους μάρτυρες, ο Μελίτων, ήταν ακόμη ζωντανός και τον άφησαν με την ελπίδα ότι θα απαρνηθεί την πίστη του. Η μητέρα του όμως πού βρισκόταν εκεί, πήρε το σώμα του και το φόρτωσε η ίδια στο κάρο λέγοντας: «Μη στερηθείς τον στέφανον, αγα­πημένο μου παιδί, πήγαινε με τους συντρόφους σου για να απολαύσεις αυτό το αιώνιο φως πού θα απαλύνει την οδύνη μου». Και χωρίς ούτε ένα δάκρυ, συνόδευσε το κάρο, με το πρόσωπο ολόφωτο.
Οι στρατιώτες εσκόρπισαν την στάχτη των αγίων μαρτύρων και έριξαν τα οστά στον ποταμό όπως τους διέταξε ο έπαρχος. Μετά από τρεις ημέρες όμως οι άγιοι παρουσιάστηκαν στον επίσκοπο Πέτρο της Σεβάστειας και του υπέδειξαν το σημείο του πόταμου όπου θα έβρισκε τα λεί­ψανα τους για να τα προσκυνήσουν οι πιστοί. Αργότερα τα λείψανα των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων μοιράστηκαν σε πολλούς τόπους και η τιμή τους διαδόθηκε, προπαντός χάρις στην οικογένεια του Μεγάλου Βα­σιλείου, πού τους ευλαβούνταν ιδιαίτερα.
Την νύκτα πού προηγήθηκε του μαρτυρίου τους, οι άγιοι υπαγόρευσαν την Διαθήκη τους, υπό μορφή παραινέσεως, στον νεαρό δούλο Ευνοϊκό, πού υπήρξε μάρτυς των αγώνων τους και κατόρθωσε να διαφύγει τον διωγμό. Κληροδότησε αυτό το θαυμαστό κείμενο στους μεταγενεστέρους και μερίμνησε για τον ναό οπού θα αποθέτονταν τα τίμια λείψανα τους. Σ’ αυτή την Διαθήκη αναφέρονται τα ονόματα των Τεσσαράκοντα Μαρ­τύρων: Αγγίας, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος, και έτερος Γοργόνιος, Δομετιανός, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ίλης, Ιωάννης, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Κυδίων, Κύριλλος, Λυσίμαχος, Μελέ­τιος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουάλης, Ουαλέριος, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Σισίννιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Χουδίων (Λεόντιος). Ένας από αυτούς στερήθηκε την δόξα του μαρτυρίου, και την θέση του πήρε ο στρατιώτης Αγλάιος, συμπληρώνοντας τον ιερό αριθμό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου