Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Από τους παλιούς μας Κύκλους (Κυριακή 13 Μαρτίου 2011)


Τη πέμπτη του μηνός Μαρτίου, μνήμη του αγίου πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ , μητροπολίτου Ζίτσης και Αχρίδος.

Ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο «Σέρβος Χρυσόστομος», γεν­νήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτς, εκατό χιλιόμετρα από το Βελιγράδι, από οικογένεια ευλαβών χωρικών. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην Μονή Τσέλιε και από την παιδική του ηλικία έδειξε έντονη κλίση για την προσευχή.
Προι­κισμένος με σπάνια ευφυΐα, επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Στρατιωτική Ακαδημία, η Θεία Πρόνοια όμως αποφάσισε διαφορετικά. Αφού δεν έγινε δεκτός για λόγους υγείας, εισήλθε στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, ώστε να προετοιμαστεί για να υπη­ρετήσει στον στρατό του Χριστού. Χάρις σε υποτροφία της Εκκλησίας, συνέχισε ανώτερες σπουδές στην Ελβετία, την Γερμανία και την Αγγλία. Γνωρίζοντας άριστα επτά γλώσσες, τον ενδιέφεραν όλα τα θέματα, από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία ως την αρχαία ινδική φιλοσοφία, όχι για να σωρεύσει εγκυκλοπαιδική γνώση, αλλά για να δείξει την υπεροχή της πίστεως και της ορθοδόξου πνευματικότητας.
Το 1908, υποστήριξε με μεγάλη επιτυχία στην Βέρνη τη διατριβή: «Η πίστη στην Ανά­σταση του Χριστού, ως θεμελιώδες δόγμα της αποστολικής Εκκλησίας», διδασκαλία που απέβη το κέντρο της ζωής και του κηρύγματος του. Τον επόμενο χρόνο εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποστήριξε άλλη διδακτορική διατριβή στην Γενεύη περί της φιλοσοφίας του Μπέρκλεϋ.
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του το 1909, προβλήθηκε από βαριά μορφή δυσεντερίας. Σκέφθηκε τότε: «Εάν οι υπηρεσίες μου είναι απαραίτητες στον Κύριο, θα με γιατρέψει». Και υποσχέθηκε, εάν ιαθεί, να μονάσει και να αφοσιωθεί στην υπηρεσία του λαού του Θεού. Μόλις ανάρρωσε, πιστός στην υπόσχεση του, εκάρη μοναχός, και αργό­τερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Μονή Ρακόβιτσα κοντά στο Βε­λιγράδι. Εξελέγη κατόπιν καθηγητής στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα, ενώ κήρυττε σε διάφορες εκκλησίες.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφοσιώθηκε αφειδώς στην παρηγοριά του χειμαζόμενου λαού και στην περίθαλψη των πασχόντων και των απόρων, αρνούμενος να λάβει τον μισθό του. Το 1915, εστάλη στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γνωστοποιήσει τις σκληρές δοκιμασίες του λαού του και να ζητήσει την βοήθεια των Σέρβων με­ταναστών. Εξελέγη επίσκοπος Ζίτσης μετά τον πόλεμο (1919) και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αχρίδα (1921). Η παραμονή του στην Ρωσία για ένα χρόνο και οι ετήσιες επισκέψεις του στο Άγιο Όρος —οπού συνάντησε τον όσιο Σιλουανό [24 Σεπτ.] στην Μονή Αγίου Παν­τελεήμονος και έδωσε μαρτυρία της αγιότητας του— του επέτρεψαν να εμβαθύνει στο νόημα της κληρονομιάς των Πατέρων, οπότε από λαμπρός ιερομόναχος, κάτοχος διδακτορικών διπλωμάτων από ευρωπαϊκά πανε­πιστήμια, μαθήτευσε στο σχολείο των απλών μοναχών και του ορθόδο­ξου λαού, στην ψυχή του οποίου ατένιζε το πρόσωπο του εσταυρωμένου και αναστημένου Χριστού.
Όταν ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους του επιτέθηκε δια μέσου ενός επισκόπου που τον είχε προσβάλει, ο άγιος ιεράρχης έδειξε σε αυτή την περίσταση όλη του την αρετή και την πραότητα, αρνούμενος να κατη­γορήσει τον εχθρό του ή ακόμη και να παραπονεθεί. Ήταν αφοσιωμένος κυρίως σε έντονη ποιμαντική δραστηριότητα στην επισκοπή του. Ανα­καίνισε πολλές κατεστραμμένες ή εγκαταλελειμμένες μονές και ίδρυσε ορφανοτροφεία για παιδιά, αδιακρίτως εθνικότητας και θρησκεύματος. Το πιο ονομαστό από αυτά τα φιλανθρωπικά καθιδρύματα ήταν εκείνο στη Μπίτολα (Μοναστήρι), όπου δίδασκε ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς [19 Ιουν.]. Άλλα πάλι ιδρύθηκαν στο Κράλιεβο, στο Τσατσάκ, στο Γκόρνι Μιλάνοβατς και το Κραγκούγιεβατς, όπου φιλοξενούσε περισσότερα από εξακόσια παιδιά πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Προσηλωμένος στην ηθική και πνευματική οικοδομή του ποιμνίου του, ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος συνέγραψε πολυάριθμα έργα, ποιητικού και βαθυστόχαστου ύφους, τα οποία εκδόθηκαν σε είκοσι τόμους. Ανάμεσα στα γραπτά του το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα παραμένει ο Πρόλογος της Αχρίδος, στο οποίο πα­ραθέτει σύντομους Βίους των αγίων της κάθε ημέρας του έτους, μαζί με σχόλια και θέματα πνευματικού ενδιαφέροντος. Συνέθεσε επίσης πολλά ποιήματα, πολλούς ύμνους και ακολουθίες. Σχετικά με αυτές τις τελευταίες, ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς δεν δίστασε να γράψει: «Ας με συγχωρήσει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αλλά ο Νικόλαος τον ξεπέρασε». Πνευματικός πατέρας έμπειρος και διαποτισμένος με την αιώνια σοφία της Εκκλη­σίας, άφησε περί τις τριακόσιες Ιεραποστολικές Επιστολές, οι οποίες απαντούν σε συγκεκριμένα ποιμαντικά ερωτήματα που έθεταν οι πιστοί. Υπήρξε ακόμη ο εμπνευστής ενός λαϊκού θρησκευτικού κινήματος, πού έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσευχή, στην συχνή θεία Μετάληψη και στην μετάφραση ή σύνθεση ύμνων και προσευχών στην σερβική γλώσσα (και όχι στα σλαβονικά), και του οποίου οι οπαδοί εμφύσησαν την εποχή εκείνη πνευματικό ενθουσιασμό και αποστολικό ζήλο στην σερβική Εκκλησία. Τόση ήταν η επιρροή του στο λαό, ώστε θεω­ρούσαν κάθε λόγο του, γραπτό ή προφορικό, ισάξιο των Αποφθεγμάτων του Γεροντικού.
Πέρα από την μέριμνα για το ποίμνιο που του είχε εμπιστευθεί o Θεός, εξέτεινε την στοργή του σε ολόκληρη την Εκκλησία. Επέδειχνε στάση ειρήνης και συναλλαγής και επεδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Έλληνες και Βούλγαρους ορθοδόξους. Το 1930, έλαβε μέρος στην Παν-ορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στην Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιο Όρος, όπου εξέφρασε το ορθόδοξο φρόνημα αντίθετος στην τάση προσαρμογής των παραδόσεων της Εκκλησίας στο πνεύμα του αιώνα. Υπήρξε ακόμη ο πρωτεργάτης της καταγγελίας της συμφωνίας με το Βατικανό, που ήταν έτοιμη να συνάψει η Γιουγκοσλαβία το 1937, η οποία καθιστούσε την χώρα πεδίο ιεραποστολής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από καιρό ο άγιος Νικόλαος είχε προβλέψει ότι η παντοδύναμη Ευρώπη θα γινόταν συντρίμμια αν ανατρέπονταν τα χριστιανικά της θεμέλια. Έγραφε προφητικά: «Ο Χριστός απομακρύνθηκε από την Ευρώπη, όπως άλλοτε από την χώρα των Γαδαρηνών, μετά από αίτημα των κατοίκων της».
Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο επίσκοπος Νικόλαος προ­τίμησε να συγκακουχηθεί με τον λαό του Θεού παρά να αναζητήσει ασφάλεια. Διαμαρτυρήθηκε θαρραλέα εναντίον των μαζικών εκτελέσεων στο Κράλιεβο, αναφωνώντας: «Αυτό είναι ο γερμανικός πολιτισμός, να σκοτώνεις εκατό αθώους Σέρβους για έναν Γερμανό!! Τότε οι Τούρκοι ήσαν δικαιότεροι... Εάν είμαι ένοχος, σκοτώστε με. Προτιμώ να πεθάνω παρά να αντικρίζω καθημερινά τις συμφορές του λαού μου». Κατήγγειλε με αγανάκτηση την χριστιανική υποκρισία που δικαιολογούσε τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των ορθοδόξων Σέρβων της Κρο­ατίας, χωρίς καθόλου μίσος εναντίον αυτών που τα διέπραξαν, για τους οποίους αντίθετα ένιωθε βαθύτατο οίκτο. Αργότερα συνέθεσε έξοχη Ακο­λουθία προς τιμήν των Σέρβων νεομαρτύρων [15 Ιουν.].
Αυτή η θαρραλέα στάση οδήγησε στην σύλληψη του από τους Γερ­μανούς το 1941. Αφού έμεινε πάνω από τρία χρόνια στις πιο αυστηρές φυλακές, συγκρατούμενος με τον πατριάρχη Γαβριήλ, προσευχόμενος νυχθημερόν με δάκρυα για την σωτηρία του λαού, τον εκτόπισαν στο στρα­τόπεδο θανάτου του Νταχάου το 1944. Απελευθερώθηκε στις 8 Μαΐου 1945, με την άφιξη των συμμάχων, υπέφερε όμως ως τα τέλη του βίου του από τα επακόλουθα της κακομεταχείρισης που υπέστη εκεί. Όταν τον ρωτούσαν για την ζωή στο Νταχάου, αποκρινόταν τα έξης: «Στο στρατόπεδο να τι γίνεται: κάθεσαι σε μια γωνιά και λες στον εαυτό σου: "Κύριε, είμαι γη και σποδός, πάρε την ψυχή μου" Τότε η ψυχή υψώ­νεται στα ουράνια και αντικρίζεις τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο. Όμως δεν το αντέχεις και του λες: "Δεν είμαι ακόμη έτοιμος, άφησε με να κα­τέβω πάλι". Με δυο λόγια, θα έδινα όλη την ζωή που μου απομένει για μια ώρα στο Νταχάου!!»
Μετά την απελευθέρωση του, ο άγιος επίσκοπος μετέβη στην Αμε­ρική (1946), όπου ανέκτησε τις απαραίτητες δυνάμεις για να συνεχίσει το ποιμαντικό του έργο, εκεί όπου τον τοποθέτησε η Θεία Πρόνοια. Πε­ριόδευσε ανά την Βόρειο Αμερική, κηρύττοντας ευκαίρως-ακαίρως, και κατέστη με αυτόν τον τρόπο νέος απόστολος της Ορθοδοξίας στον Νέο Κόσμο. Έγραφε τα πνευματικά του έργα στα αγγλικά και δίδασκε στην σερβική Ιερατική Σχολή της Λίμπερτυβιλ (Ιλλινόις), στην θεολο­γική Ακαδημία Αγίου Βλαδίμηρου και στις Ιερατικές Σχολές της Τζόρντανβιλ (Νέας Υόρκης) και Αγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία). Εκεί στον Άγιο Τύχωνα, ο άγιος Νικόλαος παρέδωσε την γενναία του ψυχή στον Κύριο στις 5/18 Μαρτίου 1956 την ώρα που ετοιμαζόταν να τελέσει την θεία Λειτουργία. Το 1991, τα τίμια λείψανα του μεταφέρθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Μονή Τσέλιε.                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου