Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Από το χθεσινό μας Κύκλο (24/04/2016)


            Ο Απόστολος κι Ευαγγελιστής Ιωάννης (8 Μαΐου) καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν αγράμματος, άλλα από ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του,  Ζεβεδαίος, είχε τράτες, όπου δουλεύανε πολλοί. Σ’ αυτές δουλεύανε και τα δυο του παιδιά, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης. Η μητέρα του Ιωάννη, η Σαλώμη, ήταν εξαδέλφη της Παναγίας, και γνωρίζουμε πως διακονούσε τον Χριστό, πηγαίνοντας πίσω του μ’ άλλες ευσεβείς γυναίκες.

Όταν ο Πρόδρομος άρχισε να κηρύττει στην έρημο του Ιορδάνη τον ερχομό του Χριστού, ο Ιωάννης με τον Ανδρέα, τον αδελφό του Πέτρου, που ήτανε κι αυτοί ψαράδες, πήγανε κοντά του κι έγιναν μαθητές του. Μια μέρα, λίγο καιρό μετά τη Βάπτιση, ο Πρόδρομος έδειξε σ’ αυτούς τον Ιησού,  κι είπε:
– Να ο αμνός του Θεού. Τότε εκείνοι σίμωσαν τον Χριστό και σαν Αυτός τούς είδε, ρώτησε:
-Τί ζητάτε;  -Ραββί (δηλ. Διδάσκαλε), πού μένεις; -Ελάτε να δείτε, αποκρίθηκε ο Χριστός.
Ήρθαν στο σπίτι που έμενε και καθίσανε ως το βράδυ, ακούοντας από το θεϊκό στόμα για πρώτη φορά τα λόγια της ζωής. Ύστερα από δυο μήνες, ο Υιός του Θεού κάλεσε κοντά του τον Ανδρέα και τον Πέτρο κι ευθύς κατόπιν τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Ανάμεσα στους Αποστόλους ο Ιωάννης ήτανε ο πιο νέος. Αφοσιώθηκε στον Ιησού μ’ ενθουσιασμό.
Είχε στην αρχή χαρακτήρα αψύ. Κάποτε, που ο Χριστός κι οι Απόστολοι βαδίζανε για τα Ιεροσόλυμα και δεν τους δεχθήκανε καλά σ’ ένα χωριό της Σαμάρειας, απ’ όπου είχανε περάσει, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης θυμώσανε και του είπανε να κάνει να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αφιλόξενους εκείνους ανθρώπους. Ο Χριστός τότε τους μάλωσε, λέγοντας πως δεν ήξεραν σε τι πνεύμα υπηρετούσαν, δηλαδή της αγάπης και ανεξικακίας.
Άλλοτε πάλι, λίγο πριν από το θείο Πάθος, η Σαλώμη ζήτησε από τον Ιησού να βάλει τους γιούς της έναν στα δεξιά κι έναν στ’ αριστερά του, σαν θα ερχόταν στη Βασιλεία του. Μα ο Χριστός, καθώς ψάλλει ο υμνωδός της Εκκλησίας, αντί καθέδρας, χάρισε στον Ιωάννη το ίδιο του το στήθος. Και πραγματικά αυτός ήτανε «ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς». Κανένας από τους άλλους Αποστόλους δεν συνδέθηκε τόσο στενά με τον Κύριο.  Κάποιες ώρες που ο Υιός του Θεού χωρίζονταν από τους άλλους μαθητές για να προσευχηθεί μόνος με τον Πατέρα του, τον συντρόφευαν μονάχα τρεις· ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης.
Όταν πιάσανε τον Χριστό, μονάχα ο Ιωάννης κι ο Πέτρος τον ακολουθήσανε ως την αυλή του αρχιερέα Άννα. Εκεί ο Πέτρος δείλιασε και τον αρνήθηκε μπροστά στην παιδίσκη. Μα ο Ιωάννης έμεινε πιστός. Ήταν, βέβαια, γνωστός στο περιβάλλον του αρχιερέα, όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, μα ίσα – ίσα γι’ αυτόν το λόγο κινδύνευε να εκτεθεί περισσότερο γιατί μπορούσε να κινήσει εναντίον του την έχθρα. Κι όταν ο Χριστός υψώθηκε πάνω στο σταυρό, ο Ιωάννης μαζί με την Παναγία του παραστάθηκε τις τελευταίες στιγμές. Ο Ιησούς, λίγο πριν εκπνεύσει, του εμπιστεύθηκε τη μητέρα του. Στην Αποκαθήλωση βοήθησε κι αυτός τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο. Αλλά και μετά την Ανάσταση, σαν την ανάγγειλαν οι Μυροφόρες στους Αποστόλους, πρώτος αυτός έφτασε στον άδειο τάφο, τρέχοντας πιο γρήγορα από τον ηλικιωμένο Πέτρο.
Ο Χριστός είχε δώσει στον Ιάκωβο και τον Ιωάννη το παρανόμι «Βοανεργές» που  στα εβραϊκά σημαίνει «Υιοί Βροντής». Και πραγματικά, ο Ιωάννης στάθηκε αληθινή βροντή στο κήρυγμα του.                                                                                             >>>>>>>>>>
Στα 69 μ. Χ. έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στην Έφεσο. Μετά την ένδοξη μετάσταση της Θεομήτορος, ο Ιωάννης δεν είχε πια κανένα λόγο να μένει στα Ιεροσόλυμα. Στην Έφεσο που την είχε κάνει χριστιανική ο απόστολος Παύλος, κάθισε πολύ καιρό, στηρίζοντας με το λόγο του τα πρόβατα του Χριστού και διηγούμενος όσα θυμότανε από το Σωτήρα.

Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Δομιτιανός. Αυτός, ακούοντας πως ο Ιησούς θα βασίλευε στην οικουμένη, φαντάσθηκε, όπως άλλοτε ο Ηρώδης, πως θα ήταν ένας κοσμικός βασιλιάς,  έβαλε να βρούνε και να οδηγήσουν στη Ρώμη αλυσοδεμένους όλους τους συγγενείς του Χριστού. Τότε πιάσανε και τον Ιωάννη. Τον πήγανε στη Ρώμη κι αυτόν και μετά από μια σύντομη δίκη, τον καταδικάσανε σε θάνατο.
Πρώτα τον μαστίγωσαν, καθώς ήτανε συνήθεια, κι ύστερα τον ρίξανε μέσα σε ζεματιστό λάδι. Μα δεν έπαθε τίποτα. Ο δικαστής τον κράτησε αρκετό καιρό στη φυλακή, μην ξέροντας πως να συμπεριφερθεί. Στο μεταξύ όμως οι φόβοι του αυτοκράτορα λιγοστέψανε κι ο θυμός του μαλάκωσε. Έτσι μετατρέψανε την ποινή του Αποστόλου σε εξορία και τον στείλανε στην Πάτμο.
Εκεί, μια Κυριακή, οραματίστηκε το τέλος του κόσμου, που το περιέγραψε μέσα στην Αποκάλυψη. Είδε αυτή την οπτασία μέσα σε κάποια σπηλιά, όπου είχε αποτραβηχτεί, και που τη δείχνουν ακόμα και σήμερα. Την Αποκάλυψη την έγραψε ο μαθητής του Ιωάννη ο Πρόχορος, ακούοντας τον Απόστολο που βρισκότανε σε έκσταση.
Όταν πέθανε ο Δομιτιανός, τον διαδέχθηκε ο Νέρβας, που απελευθέρωσε τον Ιωάννη. Τότε ο Απόστολος γύρισε στην Έφεσο. Εκεί έγραψε το Ευαγγέλιο. Αιτία στάθηκε κάποιος Κήρινθος, που υποστήριζε πως ο Ιησούς δεν ήταν Θεός. Ο Ιωάννης τότε σύντριψε την κακοδοξία του   αιρετικού  αυτού με τ’ αστραπόβροντα του Ευαγγελίου του, όπου τονίζει με θεοκίνητη γλώσσα τη θεϊκή φύση του Χριστού.
Τα χρόνια διαβαίνανε στο μεταξύ. Υπέργηρος, δεν είχε τώρα άλλο κήρυγμα, παρά αυτά τα λόγια: «Τεκνία, ἀγαπᾶτε ὰλλήλους». Ακούγοντας να επαναλαμβάνει όλο την ίδια φράση, τον ρωτήσανε μια μέρα γιατί δεν έλεγε τίποτε άλλο:
-Αυτή είναι η μεγάλη εντολή του Κυρίου. Αυτή αρκεί.
Διηγούνται και το παρακάτω περιστατικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Αποστόλου. Όταν είχε πρωτοπάει στην Έφεσο, ανάμεσα στους μαθητές του, ήτανε κι’ ένα μικρό παιδί, που ο Απόστολος Ιωάννης τ’ αγαπούσε πολύ και μ’ εξαιρετική φροντίδα καλλιεργούσε τη ψυχή του. Ο μικρός αυτός φάνταζε σαν άγγελος κι ήταν χάρμα αληθινό για τον Ιωάννη, που έβλεπε στο πρόσωπο του ένα διαλεχτό δημιούργημα της χάριτος, ένα αγνότατο λουλούδι του επίγειου παραδείσου, που είναι η Εκκλησία.
Γυρίζοντας από την εξορία, έμαθε πως το παιδί αυτό είχε πάρει τον κακό δρόμο κι είχε γίνει ένας τρομερός ληστής, που ρήμαζε τα πάντα γύρω, σκορπίζοντας  φόνο και αδικία. Ο Ιωάννης λυπήθηκε βαθιά, μα δεν απελπίστηκε. Καβαλίκεψε ένα μουλάρι, κι έψαξε τα βουνά, αναζητώντας το χαμένο πρόβατο σαν τον καλό Ποιμένα της παραβολής. Τέλος κατόρθωσε να συναντήσει το νέο. Εκείνος μόλις αντίκρισε τον ασπρομάλλη Απόστολο, έπεσε στα πόδια του μετανοιωμένος και κλαίοντας πικρά. Και τον ακολούθησε σαν αρνάκι.

Ο Ιωάννης προαισθάνθηκε το θάνατο, όταν έφτασε η στιγμή να φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο. Έβαλε και σκάψανε το λάκκο του, έστρωσε σ’ αυτόν τον μανδύα του, ξάπλωσε μέσα και σφάλισε τα μάτια, παραδίνοντας την αγιασμένη ψυχή του στον Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου