Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Από τους παλιούς μας Κύκλους


Μνήμη των αγίων ΣΑΤΥΡΟΥ, ΣΑΤΟΥΡΝΙΝΟΥ, ΣΕΚΟΥΝΔΟΥ, ΡΕΟΥΚΑΤΟΥ, ΠΕΡΠΕΤΟΥΑΣ και ΦΗΛΙΚΙΤΑΤΗΣ  (1η Φεβρουαρίου)

Περί το 203, στην ρωμαϊκή Βόρειο Αφρική, μια περιοχή όπου ο χριστιανισμός είχε ευρέως εξαπλωθεί, συνελήφθησαν στην πόλη Θουβουρβώ, οι νεαροί κατηχούμενοι: Περπέτουα, Ρεουκάτος, Φηλικιτάτη, Σατουρνίνος και Σεκοΰνδος. Η Φηλικιτάτη ήταν δούλη, σύντροφος του Ρεουκάτου.
Η Περπέτουα, ηλικίας είκοσι δύο ετών, ήταν ευγενικής καταγωγής, μητέρα ενός βρέφους πού θήλαζε ακόμη. Όταν οδηγήθηκε με τους υπό­λοιπους στην Καρθαγένη (Καρχηδόνα), ο πατέρας της προσπάθησε κατά την προανάκριση να την πείσει να μην ομολογήσει την πίστη της, εκείνη όμως αρνήθηκε και την οδήγησαν στην φυλακή, όπου ζήτησε να κρατή­σει το παιδί της. Η αποπνιχτική ατμόσφαιρα του κελιού, οπού είχαν στοιβάξει τους κρατούμενους, έγινε για την νεαρή γυναίκα αληθινό πα­λάτι, όπου περίμενε την επίσκεψη του Βασιλέως Χριστού.
Ο Θεός τότε της αποκάλυψε σε όραμα τι την περίμενε, την ίδια και τους συναθλητές της. Είδε μια στενή, χάλκινη κλίμακα που εκτεινόταν από την γη στον ουρανό. Στις δύο πλευρές της ήσαν μπηγμένα κάθε είδους φονικά όργανα και στην βάση της βρισκόταν όφις τρομερός πού τρομοκρατούσε όσους επιθυμούσαν να ανέβουν την κλίμακα. Ο κατηχητής του Σατύρου, που είχε παραδοθεί αυτοβούλως στις αρχές ώστε να βρίσκεται μαζί τους, προχώρησε πρώτος και έφθασε στην κορυφή της κλίμακας, απ' οπού φώ­ναξε: «Περπέτουα, σε περιμένω, πρόσεξε να μη σε δαγκάσει το φίδι!» Εκείνη απάντησε: «Εν ονόματι του Ιησού Χριστού δεν θα με βλάψει». Συνέθλιψε με την φτέρνα το κεφάλι του φιδιού και με μιας έφθασε στην κορυφή της σκάλας, όπου φανερώθηκε μπροστά της ο Παράδεισος της τρυφής, και πλήθος λευκοντυμένων μαρτύρων ήλθε να την υποδεχθεί.
Οι άγιοι μάρτυρες παρουσιάσθηκαν κατόπιν ενώπιον του δικαστηρίου, οπού με μεγάλη χαρά δέχθηκαν την καταδικαστική απόφαση να θηριομαχήσουν και περίμεναν την ημέρα των εορταστικών εκδηλώσεων ενδυ­ναμωμένοι από θεία οράματα πού τους διαβεβαίωναν για την νίκη τους επί του διαβόλου και για την είσοδο τους στις ουράνιες μονές. Μπροστά σε τούτο το θέαμα η Περπέτουα αναφώνησε: «Δόξα τω Θεώ! Ήμουν ανέκαθεν άνθρωπος πρόσχαρος και με εύθυμη διάθεση. Στο έξης θα είμαι ακόμη περισσότερο!»
Η Φηλικιτάτη, έγκυος στον όγδοο μήνα, ένιωθε μεγάλη θλίψη στην σκέψη ότι θα ανέβαλλαν την θανάτωση της εξαιτίας της κατάστασης της. Δια των προσευχών των μαρτύρων, ο Θεός μερίμνησε ώστε να την πιάσουν οι ωδίνες του τοκετού τρεις ημέρες πριν τις εορταστικές εκδη­λώσεις. Ένας δεσμοφύλακας πού την έβλεπε να βογκά από τους πόνους την ενέπαιξε, διαβεβαιώνοντας την πως την περίμεναν ασύγκριτα μεγαλύτερες οδύνες. Η αγία του απάντησε: «Τώρα, είμαι εγώ πού υπο­φέρω ότι υποφέρω. Τότε όμως, κάποιος άλλος εντός μου θα υποφέρει για χάρη μου και γι' Αυτόν θα μαρτυρήσω!» Έφερε στον κόσμο μια κόρη την οποία εμπιστεύθηκαν στην φροντίδα μιας χριστιανής και ευθύς προ­ετοιμάσθηκε για τον τελικό αγώνα.
Την παραμονή της εκτέλεσης η φυλακή άνοιξε στους επισκέπτες και οι μελλοθάνατοι παρέθεσαν γεύμα κηρύττοντας στο πλήθος τα θαυμα­στά του Θεού. Έφθασε τέλος η μέρα και οι άγιοι μάρτυρες πορεύθηκαν με πρόσωπα πού έλαμπαν προς το αμφιθέατρο. Ο Θεός προσέφερε στον καθένα το είδος του θανάτου πού επιθυμούσε για να συμμερισθεί τα πάθη του Χριστού. Στην αρχή του θεάματος ο Σατουρνίνος και ο Ρεουκάτος δέχθηκαν την επίθεση μιας λεοπάρδαλης και στην συνέχεια τους καταξέσχισε μια αρκούδα. Ο Σάτυρος που φοβόταν τις αρκούδες έμεινε κατ' αρχήν άθικτος από τα θηρία και τέλος, αφού το ζήτησε ο ίδιος, μία λεοπάρδαλη τον κατασπάραξε, προσφέροντας του το τέλειο Βάπτισμα μέσα στο ίδιο του το αίμα.
Οι δύο νεαρές γυναίκες υποχρεώθηκαν πριν βγουν στην αρένα να φο­ρέσουν την στολή των ιερειών της Δήμητρας. Μπροστά στην γεμάτη παρρησία και σθένος άρνηση της Περπέτουας οι αρχές υποχώρησαν έστει­λαν τις δύο γυναίκες στην αρένα σχεδόν γυμνές, ντυμένες με δίχτυα. Το πλήθος όμως εξέφρασε τότε τον αποτροπιασμό του και οι αρμόδιοι απομάκρυναν τότε τις δύο μάρτυρες, τις έντυσαν με χιτώνες, τις έφεραν εκ νέου στην αρένα και εξαπέλυσαν εναντίον τους μια μανιασμένη αγελάδα. Η Περπέτουα δέ­χθηκε πρώτη ένα κτύπημα από τα κέρατα του ζώου και έπεσε στο χώμα. Αμέσως ανακάθισε, συμμάζεψε το φόρεμα και σκέπασε τον μηρό της, μεριμνώντας περισσότερο για την σεμνότητα από ότι για τους πό­νους. Κατόπιν ζήτησε μια βελόνα, έσφιξε τα σκισμένα της ενδύματα και έδεσε τα μαλλιά της, γιατί δεν άρμοζε στην μάρτυρα του Χριστού να εμφανιστεί με ακατάστατα μαλλιά, ώστε να μην φανεί ότι πενθεί την ώρα της νίκης της.
Στη συνέχεια οι δύο γυναίκες οδηγήθηκαν εκτός του αμφιθεάτρου για να τους δοθεί το χαριστικό πλήγμα μαζί με τους άλλους μάρτυρες. Ο όχλος, όμως, που διψούσε για αίμα απαίτησε να θανατωθούν οι μάρτυρες εντός της αρένας. Οι άγιοι προσήλθαν μόνοι τους στο κέντρο του αμφιθε­άτρου, αντάλλαξαν μεταξύ τους τον ασπασμό της ειρήνης και παραδό­θηκαν σιωπηλά στο ξίφος, σαν να είχαν ήδη μεταφερθεί στον ουρανό. Όπως προείδε στο όραμά της η Περπέτουα, το ξίφος του μονομάχου δεν βρήκε με την πρώτη το καίριο σημείο και την έπληξε στα πλευρά. Τότε πήρε η ίδια το τρεμάμενο χέρι του δημίου και κατηύθυνε το ξίφος στον λαιμό της.
Θυσιασμένοι έτσι σαν αθώα πρόβατα για τον Χριστό, τον Αμνό του Θεού, οι άγιοι αυτοί μάρτυρες εισήλθαν στην αιώνια δόξα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου