Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Από το σημερινό μας Κύκλο (Κυριακή05 Φεβρουαρίου 2012)


Μνήμη των οσίων Εμμελείας, Νόννης, Ανθούσης.
Η Εμμέλεια καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από γένος ένδοξο και αρχοντικό. Οι πρόγονοί της κατείχαν λαμπρές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και μεγάλα πλούτη. Όμως οι πρόγονοί της ήταν και άνθρωποι μορφωμένοι κατά Θεόν. Η Εμμέλεια ήταν κόρη μάρτυρα και νυμφεύθηκε το Βασίλειο.
Η Εμμέλεια δοκίμασε στην ατομική και οικογενειακή της ζωή  πολλές θλίψεις. Αρχικά, ορφάνεψε προτού ακόμη παντρευτεί, κι από τους δυο γονείς της. Ύστερα, ως μητέρα, ταλαιπωρήθηκε πολύ απ’ την ασθένεια του γιου της Βασιλείου που λίγο έλειψε να τον στείλει στο θάνατο.
Ο θάνατος του συζύγου της Εμμελείας γύρω στο 348-349 μ.Χ., αμέσως μόλις γέννησε τον πέμπτο γιό τους Πέτρο, την έθλιψε βαθιά, σχεδόν τη συντάραξε. Η Εμμέλεια ύστερα απ’ το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου τη φροντίδα των εννέα παιδιών της.  Η Εμμέλεια , σαν καλή χριστιανή μητέρα, φρόντισε από νωρίς να ασφαλίσει τις θυγατέρες της στο «ασφαλές και απάνεμο λιμάνι» του γάμου: οι τέσσερις αδελφές παντρεύτηκαν με τη βοήθεια της στοργικής τους μητέρας, αφού πήραν το ανάλογο μερίδιο από την πατρική περιουσία. Η περιουσία τους «κατά τον αριθμόν των τέκνων εννεαχή διετμήθη». Διανεμήθηκε εξ’ ίσου και στα εννέα αδέλφια, ασχέτως απ’ το γεγονός πως δε νυμφεύτηκαν τα τέσσερα: ο Βασίλειος, ο Ναυκράτιος, ο Πέτρος και η Μακρίνα. Αυτή η έμπρακτη χειρονομία ισότητας αρσενικών και θηλυκών τέκνων είναι πραγματικά πρωτοποριακή και συγκινητική για την εποχή της.
Η πολύτεκνη μητέρα Εμμέλεια είχε στο σπίτι πολύτιμη βοηθό τη μεγαλύτερη κόρη της Μακρίνα. Οι δυο τους, μητέρα και κόρη, όταν «αποκαταστάθηκαν» όλα τα  άλλα παιδιά, ασκήτευσαν  σε μοναστήρι του Πόντου και, κατά δική τους επιθυμία μετά το θάνατό τους, τάφηκαν στο ίδιο μνήμα.
To πνεύμα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης χαρακτήριζε την Εμμέλεια από τα παιδικά της χρόνια λόγω επίδρασης της οικογένειάς της. Έτσι το ζεύγος του Βασιλείου και της Εμμελείας επιδιδόταν σε έργα αγάπης: «πτωχοτροφείαι, ξενοδοχείαι,...απόμοιρα κτήσεως Θεώ καθιερωθείσης».
Όταν ο υιός της Ναυκράτιος και ο συνασκητής και φίλος του Χρυσάφιος πνίγηκαν ενώ ψάρευαν στον Ίρι ποταμό, η Εμμέλεια δεν πληροφορήθηκε αμέσως το δυστύχημα γιατί βρισκόταν μακριά, σε απόσταση δρόμου τριών ημερών, δηλαδή σε απόσταση 80 χλμ περίπου. Από κάποιον όμως έλαβε το πικρό μήνυμα και «οκλάσασα την ψυχήν, άπνους τε και άφθογγος παραχρήμα εγένετο, του λογισμού τω πάθει παραχωρήσαντος, και έκειτο ομού τη προσβολή της πονηράς ακοής, καθάπερ τις αθλητής γενναίος απροσδοκήτω κατασεισθείσα πληγή». Αργότερα όμως οπλίστηκε με υπομονή και σαν γνήσια χριστιανή μητέρα «δεν παρασύρθηκε από το πάθημα-συμφορά, ούτε έκανε κάτι ταπεινό και γυναικείο, ώστε να βάλει τις φωνές για το κακό, να σχίσει τα ρούχα της ή να θρηνήσει τη συμφορά ή να σηκώσει θρήνους με φοβερά μοιρολόγια. Αντίθετα, έμεινε ήσυχη και καρτερική, αποκρούοντας τις παρορμήσεις της ανθρώπινης φύσεως με τους δικούς της λογισμούς κι αυτούς που της διετύπωνε η θυγατέρα της για την αντιμετώπιση της συμφοράς». Τελείωσε τη ζωή της ως μοναχή με ηγουμένη τη θυγατέρα της Οσία Μακρίνα.
Στην Αριανζό της Καππαδοκίας, χωριό κοντά στη μικρή πόλη Ναζιανζό, γεννήθηκε από το Φιλτάτιο και τη Γοργονία το 304μ. Χ. η αγία Νόννα. Τα δυό παιδιά τους διέπρεψαν: Ο Αμφιλόχιος αναδείχτηκε δάσκαλος της ρητορικής και η Νόννα εγκαλλώπισμα και χαρά της οικογένειάς της.
Αργότερα παντρεύεται το Γρηγόριο που ελκύεται απ’ τα προσόντα της: «εύκλεια γένους, ευσέβεια και ήθος και κάλλος και πασών των αρετών το σύμπλεγμα παρήσαν αυτή». Ο Γρηγόριος είχε σπουδάσει νομικά και ήταν ανώτερος υπάλληλος. Σώφρων, αγαπητός  και δίκαιος διακρινόταν για την τιμιότητά του, αλλά υπήρχε ένα μελανό σημείο στη σχέση τους: ο Γρηγόριος ήταν οπαδός των Υψισταρίων. Η Νόννα, παρά τις δυσκολίες στο γάμο της, οι οποίες προέκυπταν απ’ τη διαφορετική θρησκευτική πεποίθηση του συζύγου της, δε σκέφτηκε στιγμή το ενδεχόμενο χωρισμού γιατί εκτιμούσε τα θετικά γνωρίσματα του συζύγου της: τη σωφροσύνη, την ειρηνικότητα και την καλή προαίρεση. Ακούραστη σε υπομονή και φροντίδες γι’ αυτόν, κατορθώνει στο τέλος να κάμψει την ψυχή του: Προσελκύεται λοιπόν ο Γρηγόριος στο χριστιανισμό απ’ τη σύζυγό του και βαπτίζεται. Η σύζυγός του Νόννα, ενώ στα ζητήματα πίστης και θεολογίας αποδεικνυόταν καθημερινά διδασκάλισσά του, έκρινε ότι, σ’ όλα τα άλλα, ήταν συνετό και αναγκαίο να «νικάται» από τον άνδρα της σύμφωνα με το «νόμο της συζυγίας». Όταν πέθανε ο επίσκοπος της Ναζιανζού, η χριστιανική κοινότητα της περιοχής, κλήρος και λαός, ζητούσε επιμόνως απ’ το Γρηγόριο, το σύζυγο της Νόννας ν’ αναλάβει το επισκοπικό αξίωμα κι έτσι έγινε.
Η Νόννα θεωρούσε άριστο και πρωταρχικό τρόπο παιδοτροφίας και διαπαιδαγώγησης τη διδαχή, προφορική και γραπτή, της Αγίας Γραφής. Γυναίκα δραστήρια και ενάρετη, εργατική και οικονόμα, προβλεπτική και ευλαβής νοικοκυρά, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού αγόγγυστα, παρ’ ότι ήταν ευκατάστατη. Η Νόννα φρόντιζε για το σπίτι της όπως και για την ψυχή της και τις ψυχές των δικών της ανθρώπων. Δεν έχανε το χρόνο της σε φλυαρίες και άσκοπες συζητήσεις με άλλες γυναίκες, «ουδέ...ήλθε βέβηλον έπος», δηλαδή δεν εξήλθε απ’ το στόμα της βέβηλος-άπρεπος  λόγος.
Στα έργα της φιλανθρωπίας η Νόννα είχε ως βοηθό και συμπαραστάτη το σύζυγό της. Τους ήταν κοινά τα χρήματα και η προθυμία του να προσφέρουν στους πάσχοντες και τους θλιβομένους.
Την χαρά διακόπτει η λύπη και η συμφορά. Μέσα σε λίγο χρόνο, στο μικρό διάστημα των ετών 369-370μ.Χ., της άρπαξε ο θάνατος τα δυο μικρότερα παιδιά της, πριν κλείσουν τα σαράντα. Η Γοργονία μάλιστα ήταν ήδη μητέρα έξι παιδιών τη στιγμή του θανάτου της. Μετά από λίγους μήνες πέθανε ξαφνικά κι ο σύζυγός της Αλύπιος. Τα έξι εγγόνια της Νόννας (ο Αλύπιος ο νεώτερος, η Αλυπιανή, η Ευγενία, η Νόννα, ο Φιλτάτιος ο Νεώτερος και ο Γρηγόριος ο Νεώτερος), ορφανά από μάννα και πατέρα,  εμψυχώνονταν απ’ την παρουσία της γιαγιάς τους που στεκόταν ακατάβλητη στους αλληλοδιαδιαδόχους θανάτους των παιδιών της.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ως στοργικός γιος, γηροκόμησε τη μητέρα του όσο μπορούσε καλύτερα. Κατά την αντίληψή του, το καθήκον προς τους γέροντες γονείς ήταν ιερό: «Αυτούς εγώ γηροκομούσα και τους περιποιούμουν στα παθήματά τους και οι ελπίδες γλύκαιναν την ψυχή μου ότι κάτι άριστο εκτελώ και εκπληρώνω ένα φυσικό χρέος». Η αγία Νόννα εκοιμήθη ειρηνικά περί το 374 μ.Χ.
Η μητέρα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ανθούσα καταγόταν από πλούσια και ευγενική οικογένεια της Αντιόχειας. Την Ανθούσα νυμφεύεται ο Σεκούνδος, «magister militum Syriae».
Δυστυχώς ο Σεκούνδος πέθανε πολύ νωρίς, όταν ο γιος του Ιωάννης ήταν ακόμη βρέφος μηνών. Η νεαρή μητέρα και χήρα Ανθούσα απ’ την αρχή μερίμνησε για τη χριστιανική ανατροφή του παιδιού της. Απ’ την τρυφερή του ηλικία διέπλασε  το χαρακτήρα του. Έτσι η περαιτέρω διαπαιδαγώγησή του ήταν ευκολότερη, αφού μπορούσε από νωρίς να εισαγάγει τον Ιωάννη στην ευλάβεια, στη φιλοσοφία και στην απόκτηση της αρετής.Στη διαμόρφωση του Ιωάννη συντέλεσε και η εκ πατρός θεία του, διάκονος Σαβιανή.
Η Ανθούσα, νεαρή και ενάρετη χήρα, ήταν παράδειγμα σωφροσύνης, αγνότητας και καθαρότητας βίου. Το πνεύμα του κόσμου και οι κοσμικές συγκεντρώσεις δεν την είλκυαν. Η ενδυμασία, οι λόγοι της και η εν γένει συμπεριφορά της, όλα μιλούσαν για την ξεχωριστή της φύση. Αυθόρμητα την επαίνεσε για την αρετή της και ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος: Βαβαί, έφη, οίαι παρά Χριστιανοίς γυναίκές εισιν... Τοσούτου ου παρ’ ημίν μόνον, αλλά και παρά τοις έξωθεν το πράγμα απολαύει του θαύματος και του επαίνου».
Όταν όμως η Ανθούσα πληροφορήθηκε τους σκοπούς του γιου της (να αποσυρθεί στην έρημο),  προσπάθησε να τον αποτρέψει με θρήνους, παράπονα και παρακλήσεις. «Προτίμησα να ζω στην αμφιβολία και την ανησυχία και παρέμεινα  στη σιδηρά κάμινο της χηρείας. Και το κατόρθωσα, πρώτον, με τη βοήθεια του Θεού. Έπειτα, όμως, έβρισκα εξαιρετική ανακούφιση στη δυστυχία μου, καθώς έβλεπα διαρκώς τη μορφή σου, που μου διατηρούσε έμψυχη, ακριβή εικόνα του μακαρίτη… Σου τα λέω για να σου ζητήσω, για όλα όσα έκανα, μια χάρη: μη με αφήσεις χήρα για δεύτερη φορά. Μη μου ανάψεις πάλι το πένθος, που τώρα πλέον έχει αποκοιμηθεί. Περίμενε πρώτα το θάνατό μου, ίσως έπειτα από λίγο καιρό να πεθάνω. … Όταν λοιπόν με παραδώσεις στη γη και ανακατέψεις τα οστά μου με τα οστά του πατέρα σου, τότε πήγαινε όπου θέλεις και ταξίδεψε σ’ όποια θάλασσα θέλεις.»
Η Ανθούσα με τα συγκλονιστικά λόγια της έπεισε τον Ιωάννη. Στάθηκε η ενσάρκωση της τέλειας μητρικής αγάπης που δεν ζητά κοσμικά ανταλλάγματα. Απέδειξε πως δεν ήθελε το γιο της κοντά της για να «ανοίξει» δικιά του οικογένεια, ώστε ως μάννα να γίνει και γιαγιά, βλέποντας εγγόνια απ’ το παιδί της. Η στοργική μητέρα του Ιωάννη του Χρυσοστόμου δεν απατήθηκε στην προαίσθησή της: δυο χρόνια μετά, όπως το είχε προείπει στο γιο της, «κοιμήθηκε εν Κυρίω» σε ηλικία μόνο 43 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου