Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Από τους παλιούς μας Κύκλους


Τη ενάτη Φεβρουαρίου, μνήμη του αγίου μάρτυρος ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ.

Στην Αντιόχεια της Συρίας ζούσαν, κατά τους χρόνους της βα­σιλείας Βαλεριανού και (του γιου του) Γαλιηνού (253-260), ο ιερέας Σαπρίκιος και ένας απλός χριστιανός, ο Νικηφόρος, τους οποίους έδενε μια τόσο δυνατή φιλία ώστε δεν είχαν παρά μόνο μία ψυχή, μία καρδιά και ένα θέλημα.
Να όμως που ο πονηρός δαίμονας μετέβαλε την φι­λία αυτή σε άσπονδο μίσος. Πέρασε λίγος καιρός και ο Νικηφόρος ερχόμενος στα λογικά του και συναισθανόμενος ότι τίποτε δεν είναι πολυτιμότερο στα μάτια του Κυρίου από την αμοιβαία αγάπη και την συμφιλίωση αυτών που χώρισε το μίσος του διαβόλου, έστειλε επα­νειλημμένως φίλους προς τον Σαπρίκιο, με σκοπό να του ζητήσει να τον συγχωρήσει για την αγάπη του Χριστού. Κάθε φορά όμως, οι αγγελιαφόροι αυτοί της ειρήνης προσέκρουαν πάνω στην καρδιά του ιερέα που είχε γίνει σκληρή σαν πέτρα, ο δε Σαπρίκιος παραβαίνοντας την εντολή του Κυρίου συνέχιζε να προσφέρει την αναίμακτη Θυσία δίχως να έχει συμφιλιωθεί με τον αδελφό του (βλ. Ματθ. 5, 22). Ο ταπεινός Νικηφόρος αποφάσισε τότε να πάει ο ίδιος να πέσει στα πό­δια του σκληρόκαρδου Σαπρικίου, με την ελπίδα να τον μαλακώσει. Εκείνος όμως συνέχισε τον δρόμο του δίχως να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον γονυπετή φίλο του.
Εν τω μεταξύ ο διωγμός κατά των χριστιανών είχε αναζωπυρωθεί και ο Σαπρίκιος (ως ιερέας) συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο του ανθυπά­του. Ομολόγησε με σθένος ότι ήταν χριστιανός ιερέας και ότι προτι­μούσε τον θάνατο παρά να θυσιάσει στους ψευδείς θεούς. Καθώς παρέ­μεινε ακλόνητος στα βασανιστήρια, καταδικάσθηκε σε αποκεφαλισμό. Την ώρα που τον οδηγούσαν προς το μαρτύριο, ο Νικηφόρος, γεμάτος αγωνία που έβλεπε τον φίλο του να θυσιάζει ματαίως την ζωή του την στιγμή που ήταν σε ψυχρότητα με τον αδελφό του, ρίχθηκε μπροστά του φωνάζοντας: «Μάρτυς του Χριστού, συγχώρησε τα σφάλματα μου που σ' έκαναν να θυμώσεις μαζί μου!» Ψυχρός και αναίσθητος σαν πέτρα, ο Σαπρίκιος συνέχισε τον δρόμο του. Ο Νικηφόρος, δίχως να χάσει το θάρρος του, πήγε να περιμένει σε ένα άλλο σημείο και ζήτησε πάλι συγχώρεση εν μέσω των εμπαιγμών της φρουράς, χωρίς αποτέλεσμα. Επανέλαβε άλλη μια φορά το εγχείρημα του, όταν η συνοδεία έφθασε στον τόπο της θανάτωσης, χύνοντας άφθονα δάκρυα, αλλά η μόνη απάντηση που πήρε ήταν η οργή και οι ύβρεις του μάρτυρος.
Την στιγμή που ο δήμιος κρατούσε υψωμένο το ξίφος ο Θεός απέσυρε την χάρη του από τον ανάξιο μάρτυρα, ο οποίος στράφηκε στον δήμιο και  ρώτησε:«Γιατί, θέλεις να μου κόψεις το κε­φάλι;» —«Γιατί αρνείσαι να υπακούσεις στις εντολές του αυτοκράτορα και να λατρέψεις τα είδωλα».
Ο Νικηφόρος φώναξε λουσμένος στα δά­κρυα: «Όχι, πολυαγαπημένε μου αδελφέ, μην το κάνεις αυτό! Μην χά­σεις ένα στεφάνι που ετοίμασες με τόσους πόνους, αρνούμενος μ' αυτόν τον τρόπο τον Κύριο!» Εκείνος, όμως, όπως είχε παραμείνει με πείσμα κουφός στις ειρηνικές προτάσεις του φίλου του, έτσι και τώρα δεν τον άκουσε και επέμεινε στην απόφαση του. Ο Νικηφόρος στράφηκε τότε στον δήμιο, φωνάζοντας: «Είμαι χριστιανός. Πιστεύω στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό τον οποίο αυτός μόλις αρνήθηκε. Αφήστε τον να φύγει και θανατώστε εμένα στην θέση του!»
Το γεγονός αναφέρθηκε στον διοικητή που διέταξε να ελευθερώσουν τον Σαπρίκιο και να αποκεφαλίσουν στην θέση του τον Νικηφόρο, ο οποίος έτεινε με χαρά τον αυχένα του στο ξίφος του δημίου και έδωσε την ζωή του, μιμούμενος τον Χριστό, για κείνον που είχε απωλέσει εξαιτίας της αλαζονείας και της σκληροκαρδίας του την ανταμοιβή όλων των αγώ­νων του. Εκδημώντας στον ουρανό για να λάβει τον καλλίνικο στέφανο, ο άγιος Νικηφόρος άφησε στους χριστιανούς ζωντανό παράδειγμα των λόγων του Αγίου Πνεύματος:
«Καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α' Κορ. 13, 3). και «ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν»(Ματθ. 6, 15).                                                                  Κυριακή  20 Φεβρουαρίου 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου