Τη Εικοστή και Τρίτη του μηνός Νοεμβρίου, μνήμη του βασιλέως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΙΕΦΣΚΙ.
Κατά την κρισιμότερη περίοδο της πολυτάραχης ιστορίας του ρωσικού λαού, ο άγιος Αλέξανδρος διέλαμψε με το θάρρος και τις αρετές ενός χριστιανού ηγεμόνα: δραστήριος, ανδρείος, υπερασπιστής της πίστεως και της δικαιοσύνης, δέχθηκε παρά του Θεού την αποστολή να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του λαού του, ο οποίος δεχόταν επιθέσεις από παντού. Από νεαρότατη ηλικία μυήθηκε στη γνώση των όπλων και στην τέχνη της διακυβερνήσεως, από τον πατέρα του Γιαροσλάβ, πρίγκιπα της πόλεως Περεγιασλάβλ έμαθε όμως επίσης να χρησιμοποιεί και τα δύο με σοφία και μέτρο, υποτάσσοντας τα στην υπηρεσία της ευσέβειας και της δικαιοσύνης, χάρη στον επιμελή εκκλησιασμό και στη μελέτη της Αγίας Γραφής. Ο Αλέξανδρος ήταν τόσο όμορφος, τόσο γενναίος και η συμπεριφορά του ήταν τόσο σύμφωνη με το ευαγγελικό πνεύμα, πού προξενούσε τον θαυμασμό και των εχθρών του ακόμη.
Το 1228, μόλις δέκα χρόνων, έγινε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του ηγεμόνας της υπερήφανης και μεγάλης πόλεως του Νόβγκοροντ. Από πολύ νωρίς γνώρισε τις δυσκολίες του κυβερνάν, γιατί οι κάτοικοι της πόλεως σπαράσσονταν από αδελφοκτόνες έριδες πού έφερναν αντιπάλους από τη μια τους κρατούντες πλουσίους και από την άλλη τους συνθλιμμένους από τους φόρους και την τυραννία των ευγενών φτωχούς. Το 1231, η κατάσταση αυτή οξύνθηκε από έναν τρομερό λιμό και έναν ασυνήθιστα βαρύ χειμώνα πού προκάλεσαν πολλά θύματα. Ο νέος ηγεμόνας έδειξε τότε τις χριστιανικές αρετές του ανοίγοντας όλες τις αποθήκες του με τα αποθέματα και βοηθώντας προσωπικά τους πλούσιους όπως και τους φτωχούς. Κέρδισε με τον τρόπο αυτό την αγάπη των υπηκόων του και μπόρεσε σταδιακά να επιβάλει την αυθεντία του στους κατοίκους, οι οποίοι μέχρι τότε αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον πριγκιπικό του τίτλο. Προστάτης του κλήρου, των μοναχών και των φτωχών, έδωσε όλες τις δυνάμεις του για να διαφυλάξει την απειλούμενη πόλη του.
Από το 1223, οι Τάταροι (Μογγόλοι), προερχόμενοι από τις στέπες της κεντρικής Ασίας, είχαν εισβάλει ερημώνοντας τεράστιες περιοχές, και μεταξύ 1237 και 1239 ξεχύθηκαν στη Ρωσία λεηλατώντας και σφαγιάζοντας ότι και όποιους έβρισκαν στον δρόμο τους. Κατέλαβαν το Βλαδιμίρ και είχαν φθάσει εκατό χιλιόμετρα περίπου από το Νόβγκοροντ, όταν άλλαξαν πορεία και κατευθυνόμενοι προς το Κίεβο το έκαναν στάχτη. Εγκαταστάθηκαν κατόπιν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ρωσίας, σε μια περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας πού έλεγχε την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο και την κεντρική Ασία και η οποία έγινε γνωστή ως Χρυσή 'Ορδή. Για δύο αιώνες οι Τάταροι επέβαλαν στις ρωσικές ηγεμονίες βαρύτατους φόρους υποτέλειας, υπό τη διαρκή απειλή μιας φονικής εισβολής σε περίπτωση εξεγέρσεως.
Μένοντας μόνος ηγεμόνας του Νόβγκοροντ, μετά τον θάνατο του αδελφού του το 1236, ο Αλέξανδρος έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν αμεσότερο κίνδυνο πού προερχόταν από τη Δύση. Τα βασίλεια της Σουηδίας και Λιθουανίας μαζί με τους Τεύτονες Ιππότες είχαν συνδυάσει τις προσπάθειες τους για να καταλάβουν τις ρωσικές ηγεμονίες πού ήταν αποδυναμωμένες από τη μογγολική εισβολή και τις εσωτερικές τους έριδες. Την 16η Ιουλίου 1240 αναγκάσθηκε να συγκεντρώσει έναν ολιγάριθμο στρατό για να αποκρούσει μια βίαιη και μαζική επιδρομή των Σουηδών. Την παραμονή της μάχης, το βράδυ, φανερώθηκαν οι άγιοι Μπόρις και Γκλέμπ σε μια μυστηριώδη βάρκα να κατεβαίνουν τον ποταμό Νέβα, παροτρύνοντας τους ουράνιους κωπηλάτες να κάνουν γρήγορα για να συνδράμουν τον «συγγενή τους Αλέξανδρο». Ενθαρρυμένοι από τούτο το όραμα και με τη βοήθεια της Θεοτόκου, ο νεαρός ηγεμόνας και οι άνδρες του επέφεραν συντριπτική ήττα στους εχθρούς. Εκεί πήρε το προσωνύμιο «Νιέφσκι» ( «του Νέβα»).
Παρά τη νίκη αυτή ωστόσο, ο λαός του Νόβγκοροντ που σπαρασσόταν πάλι από έριδες εξεδίωξε τον ήρωά του μετά από λίγο καιρό. Την επόμενη όμως χρονιά, οι Τεύτονες Ιππότες πού είχαν καταλάβει το Πσκώφ απειλούσαν το Νόβγκοροντ. Κάλεσαν λοιπόν τον Αλέξανδρο, ο οποίος δίχως να κρατήσει κακία έτρεξε σε βοήθεια του λαού του και κέρδισε μια νέα νίκη κοντά στη λίμνη Πέιπους (1242). Το Νόβγκοροντ τον υποδέχθηκε τότε ως ήρωα και πέρασε τα επόμενα τέσσερα χρόνια αποκρούοντας τις συνεχείς επιδρομές των Λιθουανών.
Όταν εκοιμήθη ο πατέρας του το 1246, ο Αλέξανδρος μαζί με τους άλλους Ρώσους πρίγκιπες κλήθηκαν στη Χρυσή 'Ορδή, από τον Τάταρο χάνο. Κατά τα μογγολικά έθη, η δήλωση υποταγής στον Μογγόλο ηγεμόνα συνεπαγόταν επίσης τη συμμετοχή σε ειδωλολατρικές τελετές επί ποινή θανάτου.
Ο Αλέξανδρος το γνώριζε, αλλά με τίποτε στον κόσμο δεν ήθελε να προδώσει την πίστη του, έτσι προετοιμάσθηκε να πεθάνει. Όταν βρέθηκε ενώπιον του χάνου, υποκλίθηκε με σεβασμό μπροστά στον οικοδεσπότη του, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει στην παγανιστική τελετουργία, λέγοντας: «Μεγαλειότατε, σε τιμώ, γιατί ο Θεός σου παραχώρησε την εξουσία σου, δεν μπορώ όμως να προσκυνήσω τα είδωλα, γιατί είμαι χριστιανός και λατρεύω τον ένα και τριαδικό Θεό, τον Ποιητή ουρανού και γης». Ο χάνος, εντυπωσιασμένος από το θάρρος του και πληροφορημένος για τα κατορθώματα του, διέταξε να μην του κάνουν κακό και του προσέφερε φιλοξενία με όλες τις τιμές. Από εκεί, ο Αλέξανδρος και ο αδελφός του Ανδρέας στάλθηκαν στον μεγάλο χάνο, στο Καρακορούμ, στις εσχατιές της Μογγολίας. Επέστρεψε στο Νόβγκοροντ το 1251, εξαντλημένος και άρρωστος μετά από τέτοιο ταξίδι, αλλά έχοντας στερεώσει τη θέση του ως ηγεμόνας του Νόβγκοροντ και του Κιέβου και έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των κατακτητών.
Το 1251 ο Ανδρέας, ηγεμόνας του Βλαδιμίρ, συμμαχώντας με τους Σουηδούς εξεγέρθηκε κατά των Τατάρων, εκθέτοντας έτσι τη Ρωσία σε τρομερά αντίποινα. Ο Αλέξανδρος πήγε πάλι στη Χρυσή Ορδή και κατόρθωσε να αποτρέψει την εισβολή. Εξαγόρασε πολλούς αιχμαλώτους με κρατικούς πόρους και έχοντας αποκτήσει την εξουσία σε όλη τη Ρωσία επιχείρησε να συγκεντρώσει τον διεσπαρμένο λαό του Κιέβου. Τα επόμενα χρόνια πήγε για τρίτη και τέταρτη φορά στον χάνο, για να μεσολαβήσει υπέρ του λαού του που είχε ξεσηκωθεί για τους επαχθείς φόρους και τη φορολογική καταγραφή που επέβαλαν οι Τάταροι.
Την ίδια εποχή, ο άγιος ηγεμόνας έπρεπε να αντιστέκεται στις διαρκείς απειλές από τη Δύση. Ο πάπας Ιννοκέντιος ΣΤ’ είχε στείλει ιεραποστόλους στις ρωσικές ηγεμονίες για να μεταστρέψουν τον ορθόδοξο λαό στον ρωμαιοκαθολικισμό, ο Αλέξανδρος όμως αντέδρασε σθεναρά αντιτιθέμενος σε δόγματα ξένα προς την αποστολική παράδοση πού είχε μεταδοθεί στον ρωσικό λαό διαμέσου του Βυζαντίου. Οι ρωμαιοκαθολικές δυνάμεις τότε ανέλαβαν πραγματική σταυροφορία εναντίον του: το 1256, Σουηδοί, Δανοί, Φιλανδοί και Τεύτονες Ιππότες προήλασαν προς το Νόβγκοροντ, αλλά ο Αλέξανδρος απώθησε τον συνασπισμό και μάλιστα κατέλαβε και τη Φιλλανδία.
Το 1260, οι φόροι πού απαιτούσαν οι Μογγόλοι αυξήθηκαν και πάλι και οι μισθοφόροι πού ήταν επιφορτισμένοι με την είσπραξη τους έπαιρναν σκλάβους όσους δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Πολλοί Ρώσοι εξάλλου στρατολογούνταν με τη βία για να πάρουν μέρος στην εκστρατεία πού έκανε ο χάνος στην Περσία. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε πάλι για τη Χρυσή Ορδή, πέτυχε την ελάφρυνση των φόρων και κατόρθωσε να αποτρέψει την αναγκαστική στρατολόγηση. Εξαντλημένος όμως από το ταξίδι και την αρρώστια, παρέδωσε τη γενναία του ψυχή στον Θεό στον δρόμο της επιστροφής, στις 14 Νοεμβρίου 1263, αφού προηγουμένως ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα με το όνομα Αλέξιος.
Το 1703 ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε στο δέλτα του Νέβα την Αγία Πετρούπολη. Σε ένα σημείο της νέας πρωτεύουσας ίδρυσε τη Λαύρα του Αλέξανδρου Νιέφσκι και μετέφερε εκεί τα οστά του. Ως σήμερα η Λαύρα είναι η σημαντικότερη μονή της πόλης, ενώ στεγάζει και το νεκροταφείο των σπουδαιότερων προσωπικοτήτων της.
Το 1725 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη καθιέρωσε το παράσημο του Τάγματος του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης το παράσημο καταργήθηκε, αλλά επανήλθε κατά το Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (1942) για ανδραγαθήματα κατά των Γερμανών εισβολέων.
Κατόπιν παράκλησης του Ιωσήφ Στάλιν, το 1938 ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία «Αλέξανδρος Νιέφσκι». Σκοπός ήταν η δημιουργία ενός έπους που θα τόνωνε το εθνικό συναίσθημα των σοβιετικών εν όψει της επαπειλούμενης ναζιστικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση, γι' αυτό και η ταινία αφηγείται τα γεγονότα του 1241 - 1242. Η αξία όμως της ταινίας ήταν τόσο υψηλή που υπερέβη την πολιτική σκοπιμότητα και χαρακτηρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκοσμίου κινηματογράφου.
Το όνομά του δόθηκε σε πολλά πλοία. Ένα από αυτά, το ιστιοφόρο Αλέξανδρος Νιέφσκι, είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827. Συνεχίζοντας την παράδοση, το όνομά του πρόκειται να δοθεί σε ένα πυρηνοκίνητο υποβρύχιο που κατασκευάζεται στις μέρες μας για το ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Τέλος, σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε το 2008 η ρωσική κρατική τηλεόραση με συμμετοχή περίπου 50 εκ. ατόμων, ψηφίσθηκε ως ο σπουδαιότερος Ρώσος όλων των εποχών. Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου