Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Από το χθεσινό μας Κύκλο (17/05/2015) γ'

Ο άγιος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  (21 Μαΐου)
Ως γενέτειρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται η Ναϊσσός της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας). Θεωρείται ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος Χλωρός, συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος βρίσκεται στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Όταν οι Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται, προάγονται ως Αύγουστοι, ο Κωνστάντιος Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον  Κωνσταντίνο. Μετά από μια σειρά γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε καμία επιλογή από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, αλλά δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στο Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο. Έχοντας ως σημαία το λάβαρο, να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.
Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας. Γρήγορα όμως οι δύο άνδρες οδηγούνται σε σύγκρουση και ο Κωνσταντίνος αναδεικνύεται νικητής και μονοκράτορας.
Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού. Μόλις ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα συνέβαιναν, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης Ισπανίας, επιστολή στον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 - 328 μ.Χ.) και τον Άρειο, αλλά η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος απέτυχε.
Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. Στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του ευθύς και σαφής. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της.  Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο σε κοινωνία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας ( 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην σε καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν δέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως τελικά να τον ακούσει, κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του και δέχθηκε το αίτημά του να προσκληθούν  οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του. Ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρέκαμψε την εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς, εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβηρα (Trier) της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Κωνσταντίνου τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα ασθένειας. Βλέποντας την υγεία του να επιδεινώνεται μετέβη στην Ελενόπολη της Βιθυνίας (είχε ονομασθεί λόγω της Αγίας Ελένης). Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Η μνήμη θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «… Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ…». Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν: «Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό». Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου