Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Από τον Κύκλο (23/02/2014)

«Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι». Εδώ ο θείος Ιάκωβος κάνει ένα ξεκαθάρισμα. Μόνο τα αγαθά κι οι ευλογίες προέρχονται από το Θεό. Όχι και οι πειρασμοί. Άλλη είναι η αιτία και η αφορμή των πειρασμών. Είναι αξιοπρόσεκτη η λέξη που χρησιμοποιεί. Δεν λέει «ο πειρασθείς» αλλά «ο πειραζόμενος». Αυτός δη­λαδή που σπρώχνει με την όλη ζωή του, με την όλη αναστροφή του, με το πιστεύω του, τον εαυ­τό του σε κίνδυνο και πειρασμό. Γι’ αυτό ακριβώς κι οι συνέπειες και η ενοχή του ανθρώπου είναι βαρύτατη. π.χ. κάποιος ξενυχτάει διασκεδάζοντας και αρρωσταίνει ή ναυαγεί οικονομικά ή... Πειράζεται αυτός από τον Θεό ή ρίχνει θεληματικά ο ίδιος τον εαυτό του σε πειρασμό;
«Ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν». Δεν έχει καμ­ιά σχέση με το κακό και την αμαρτία. Ούτε ο ίδιος πειράζεται από το κακό, ούτε φυσικά πειράζει ή προ­καλεί τους πειρασμούς στον άνθρωπο. Άλλο όμως θέμα αν τους πειρασμούς που ήδη προκλήθηκαν από άλλα αίτια και αφορμές, τους αξιοποιεί «εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος».

«Ἓκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας». Συνεπώς κίνητρο και αιτία κάθε πει­ρασμού είναι όχι ο Θεός αλλά η ποικιλόμορφη επι­θυμία που εδρεύει μέσα μας. Από την εγωιστική, τη γενετήσια, την πλεονεκτική, την αρπακτική... Είναι   βλέπετε  το   κληρονομικό  κατάλοιπο που υπάρχει μέσα μας από την προπατορική αμαρτία. Με το μυστήριο του βαπτίσματος αίρεται η ενοχή, δεν αίρεται όμως η κλίση και ροπή στην αμαρτία.
«Ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος». Εξέλκομαι, δηλαδή παρασύρομαι όπως το θήραμα πα­ρασύρεται από τον κυνηγό. Και το ψάρι από το δό­λωμα του ψαρά, για να βγει έξω από τo ασφαλές καταφύγιο του. Έτσι και ο άνθρωπος παρασύρεται από την προκλητική και εμφωλεύουσα μέσα του αμαρτία. Δελεάζομαι σημαίνει το αποτέλεσμα και η συνέπεια του εξέλκομαι. Δελεάζομαι, παραδίδομαι αμαχητί στο διάβολο και στην αμαρτία.
«Εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον». Στο στίχο αυτό βλέπουμε τα τρία στάδια της σύλληψης, κυοφορίας και ολοκληρώσεως της αμαρτίας.
α) Η επιθυμία διεγείρει και προκαλεί τον πειρασμό. Κι αν ο άνθρωπος προσέχει και αποδοκιμάζει και καταστέλλει την επιθυμία, καμιά ενοχή. Ουδεμία παράβαση ή ανυπακοή.
β) Η ενοχή αρχίζει από τη στιγμή που η επιθυμία σαν άλλη αμαρτωλή γυναίκα, ενώνεται με τη θέλησή μας, οπότε συλλαμβάνεται και κυοφορείται η αμαρτία. Και το αποτέλεσμα της κυοφορίας:
γ) Η γέννηση, ο τοκετός της αμαρτίας. Δη­λαδή η αισχύνη και ο θάνατος. Και ενώ κατά την κυοφορία και γέννηση του ανθρώπου, τις ωδίνες της κυοφορίας και του τοκετού τις διαδέχεται η ευφροσύνη και η χαρά, γιατί γεννήθηκε άνθρω­πος, «τον τοκετό τον πονηρού παιδιού της αμαρτίας», όπως αποκαλεί ο ιερός Χρυσόστομος την αμαρτία, τη διαδέχεται η ενοχή, η ντροπή, το αίσχος κι οι χαλεπότερες ωδίνες της επαναστατημένης συ­νειδήσεως.  

Ότι καλό έχει ο άνθρωπος είναι δώρο του Θεού. Είναι έκφραση της αγάπης Του. Κι αν το οποιοδήποτε φως, ακόμη και το ηλιακό επισκιάζεται από τα νέφη και μεταβάλλε­ται σε λυκαυγές και σε λυκόφως ή και χάνεται κατά τη διάρκεια της νύκτας, το φως του Θεού λάμπει πάντοτε. Ο Θεός ανά τους αιώνας δε μεταβάλλεται. Παραμένει αναλλοίωτος. «ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι» (Μαλ. γ', 6), βοά δια του Προφήτου. Και συ­νεπώς ο Χριστιανός ως δημιούργημα του Θεού, το εκλεκτότερο των δημιουργημάτων, που αναγεννήθηκε και ανανεώθηκε διά Ιησού Χριστού, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Δεν έχει να χάσει τίπο­τε. Αντίθετα μάλιστα τα πάντα συνεργούν και συμ­βάλλουν στην ηθική τελείωση του και τη θέωσή του.

Αφού οι πειρασμοί μας ωφελούν γιατί τότε ν' απευθύνουμε θερμή την προσευχή: «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν»; Και πώς πρέπει να τούς αντι­μετωπίζουμε;

Για την ασθένεια και την αδυναμία μας.

Ο άπειρος Θεός ως Παντογνώστης γνωρίζει την έκταση και το αποτέλεσμα του πειρασμού μας. Εμείς όμως το αγνοούμε. Πιθανόν να καμφθούμε, να υποκύψουμε, να συντριβούμε. Έχουμε συνεπώς ανάγκη της βοήθειας και της συμπαραστάσεως του Θεού. Είμαστε αδύνατοι και ο αντίδικος μας πανί­σχυρος. Και χωρίς τη βοήθεια και την αντίληψη του Θεού μοιάζουμε με σκουπιδάκι που το παρασύρει και ο πλέον ασθενής άνεμος. Η αυτοπεποίθηση στις δικές μας δυνάμεις την ώρα του πειρασμού είναι εγκληματική. Είναι καταστρεπτική. Πολύ δε περισσότερο όταν αίτιοι των πειρασμών μας είμα­στε οι ίδιοι. Πώς είναι δυνατόν κάτω από τέτοιες συνθήκες ν' αντισταθούμε και ν' αντιμετωπίσουμε νικηφόρα τους πειρασμούς; Είναι λογικό, είναι φρό­νιμο, να ρίχνεται κανείς στον γκρεμό και στο βάραθρο και συγχρόνως να ζητάει βοήθεια και συμπα­ράσταση; Δεν είναι λογικότερο και φρονιμότερο να μην πέσουμε στο γκρεμό; «Σοφὸς φοβηθεὶς ἐξέκλινεν ἀπὸ κακοῦ», σημειώνει ο σοφός Παροιμιαστής. Και μόνον «ὁ δὲ ἄφρων ἑαυτῷ πεποιθὼς μίγνυται ἀνόμῳ» (ιδ', 16). Κι αυτά ισχύουν για εκείνον που ρίχνει τον εαυτό του στον πειρασμό.

Πώς όμως πρέπει να τους αντιμετω­πίζουμε;

α) «Μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ»  (Α'  Ιω. δ', 4). Οποιαδήποτε και οσηδήποτε κι αν είναι η δύναμη και η πανουργία του πονηρού είναι αδύ­νατη για ν' αντισταθεί στην παντοδυναμία του Θεού. Συνεπώς ο κάθε Χριστιανός που ζει εν Χριστώ και παρακαλεί τον Χριστό: «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», είναι εντελώς αδύνατον αυτός να πέσει, να καμφθεί, να υποκύψει στον πειρασμό. Ουδέποτε άλλωστε επιτρέπει ή ανέχεται ο Θεός πειρασμούς δυσανάλογους προς τις δυνάμεις μας. Ως παντογνώστης, γνωρίζει την αντοχή μας. Και δεν επιτρέπει ποτέ πειρασμούς ανώτερους των δυνά­μεων μας. Και όχι μόνο δεν επιτρέπει, αλλά και συ­μπαραστέκεται στην από κοινού αντιμετώπιση των πειρασμών μας. Είναι ο πατέρας, ο Μοναδικός, ο γεμάτος στοργή και αγάπη. Κι αν εμείς που είμα­στε αδύνατοι και αδύναμοι ουδέποτε επιτρέπουμε ή ανεχόμαστε το παιδί μας να σηκώσει βάρος πε­ρισσότερο από τις δυνάμεις του, πόσο μάλλον είναι αυτό ανεπίτρεπτο για τον Θεό.

β) «Πιστὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α' Κορ. ι', 13). Απόδειξη τρα­νή της μεγάλης αυτής αλήθειας, οι δύο γίγαντες των πειρασμών, ο Αβραάμ (Γεν. κβ', 2 και εξής) και ο Ιώβ (μβ', 12-17). Αξίζει να εμβαθύνουμε και να μελετήσουμε και τα δύο αυτά παραδείγματα. Αλλά κι όταν από απροσεξία ή αδυναμία νικηθούμε και υποκύψουμε στον πειρασμό και πάλι μία εί­ναι η οδός και η διέξοδός μας. Όχι η απελπισία και η απόγνωση αλλά η μετάνοια. «Ἒχομεν ἀρχιερέα». «Μετὰ παρρησίας», λοιπόν, ας πλησιάζουμε το θρόνο της χάριτος «ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Εβρ. δ', 14-16).      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου