ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ, ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ (Πραξ. ιη’ 1-3 )
Από την Αθήνα της σοφίας, πήγε ο Παύλος στην Κόρινθο του πλούτου.
Η εργασία του στην Αθήνα δεν έφερε πολλά αποτελέσματα. Η ιδέα, των Αθηναίων για
τον εαυτό τους και την καταγωγή τους, εμπόδισαν το Ευαγγέλιο να καρποφορήσει. Όπου
υπάρχει εγωισμός, πολύ δύσκολα και γίνεται δεκτό το Ευαγγέλιο και η Θεία Χάρη. Έτσι ο Παύλος πήρε τον Τιμόθεο και το Σίλα και ξεκίνησαν για την
Κόρινθο. Θα γίνει δεκτό εδώ το Ευαγγέλιο; Μήπως ο πλούτος και η διαφθορά κλείσουν
τις καρδιές στα λόγια του;
Η αλήθεια είναι ότι η Κόρινθος την εποχή εκείνη ήταν πολύ πλούσια,
αλλά και πολύ αμαρτωλή πόλη. Χιλιάδες κάτοικοι και δούλοι ζούσαν εκεί. Χιλιάδες
δε έμποροι, στρατιωτικοί και ταξιδιώτες
πηγαινοέρχονταν. Στα δύο λιμάνια, σα δελφίνια έρχονταν τα καράβια με
εμπορεύματα και επιβάτες. Ονομαστά είχαν γίνει τα κέντρα διασκεδάσεων και οι
ειδωλολατρικοί ναοί της με τα πολυάριθμα αγάλματα. Και η διαφθορά είχε διαδοθεί
από τους πλουσίους ως τους πτωχούς, από τους μεγάλους ως τους μικρούς. Και ο
Παύλος θα σκεπτόταν: «Τί θα κάνω εκεί;» Αλλά η φωνή του Πνεύματος τού έλεγε: «Πήγαινε
και μη δειλιάζεις.» Βέβαια στην αρχή δεν έμεινε ικανοποιημένος. Πέρασαν
εβδομάδες και το κήρυγμα του Ευαγγελίου φαινόταν ότι έπεφτε σε ξερή, άγονη
γη. Δεν συγκινούσε τα πλήθη στη μετάνοια. Οι αγαπητοί συνεργάτες του, ο Τιμόθεος
και ο Σίλας, πήγαν στη Θεσσαλονίκη, για να στηρίξουν στην πίστη τους εκεί
Χριστιανούς.
Στην Κόρινθο έμενε ο Ακύλας και η σύζυγος του,
Πρίσκιλλα. Ήταν Εβραίοι διωγμένοι από τη Ρώμη, σκηνοποιοί, συντεχνίτες του
Παύλου. Το Πνεύμα του Θεού τον οδήγησε στο εργαστήριο του Ακύλα και της
Πρίσκιλλας. Εκείνοι έδωσαν δουλειά στον
Παύλο, αυτός τους μετέδωσε την νέα πίστη και τη σωτηρία. Το θεωρούσε καθήκον ο
Παύλος να εργάζεται με τα χέρια του. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ταπεινωτική τη
δουλειά, προορισμένη κυρίως για τους δούλους. Ο Κύριος δούλευε και οι Απόστολοι
ήσαν ψαράδες. Η δουλειά είναι καθήκον και ευλογία από το Θεό. Και ο Παύλος με
το παράδειγμα του ήθελε να διδάξει ότι πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να εργάζονται.
Σε μια επιστολή του έγραφε μεταξύ άλλων «εἴ τις οὐ θέλει
ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β’ Θεσσαλ. γ’ 10).
Ο Παύλος, όμως, δούλευε και για έναν άλλο λόγο. Ευγενής και
προσεκτικός, καθώς ήταν, δεν ήθελε να επιβαρύνει κανέναν με τη συντήρησή του. Αυτός
κουραζόταν μέρα-νύχτα να τους διδάξει την πίστη, ήταν σπουδαίο να τον συντηρούν
οι μαθητές; Είχαν καθήκον να τρέφουν τον Απόστολο. Εκείνος όμως δεν ήθελε να επιβαρύνει
κανένα. Ήταν και έμεινε αξιοπρεπής Είχε το θάρρος να γράφει: «Ποτέ δεν φάγαμε
δωρεάν τον άρτο κανενός. Αλλά νύχτα και μέρα με κόπο και μόχθο εργαζόμαστε, για
να μην επιβαρύνουμε κανένα. Και αυτό, λέγει, το κάναμε, για να δώσουμε τύπο και
παράδειγμα σε σας τους Χριστιανούς,
ώστε να μας μιμηθείτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου