Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (16/11/2014)

Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, γεννήθηκε στην Κύπρο το έτος 555. Ακολούθησε τον ενάρετο δρόμο των γονέων του. Όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία οι γονείς του τον νύμφευσαν και γέννησε παιδιά. Πέθαναν όμως η σύζυγός του αλλά και τα παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία. Ο Ιωάννης τότε μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς. Τότε έγινε γνωστός σε όλη την Κύπρο.
Τον καιρό εκείνο ήταν χωρίς Πατριάρχη η Αλεξάνδρεια. Ο λαός παρακάλεσε τον βασιλέα να ορίσει τον Ιωάννη. Ο Άγιος αρνιόταν, γιατί, όπως έλεγε, δεν ήταν άξιος, για ένα τόσο μεγάλο έργο. Κάποιος τότε άρχοντας, ο Νικήτας, που γνώριζε την μεγάλη αρετή του Ιωάννη, παρακίνησε τον βασιλέα να τον ανεβάσει στο θρόνο, δια της βίας. Έτσι έγινε, ο Ιωάννης Πατριάρχης Αλεξανδρείας, θέλοντας και μη. Ανέβηκε στο θρόνο του Αποστόλου Μάρκου, το έτος 610.

Φρόντιζε για την απονομή της δικαιοσύνης. Έκανε το παν για την αποκατάσταση των αδικούμενων και για την προστασία των αδυνάτων. Σπλαχνιζόταν τους φτωχούς, και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο, δίνοντας οικονομική ενίσχυση από τα ταμεία των Ναών.
Την εποχή εκείνη έφευγαν απ’ την Περσία πολλοί, λόγω του διωγμού και εύρισκαν καταφύγιο κοντά στον ελεήμονα Ιωάννη. Αλλά τότε ήταν μεγάλη πείνα και στην Αίγυπτο, γιατί ο Νείλος δεν ξεχείλισε τον χρόνο εκείνο για να ποτίσει τα χωράφια. Αφού, λοιπόν, ο Άγιος ξόδεψε όλο το θησαυρό της Εκκλησίας και χίλιες λίτρες χρυσού, που δανείστηκε, θλιβόταν, γιατί η πείνα πλήθυνε και κανένας δεν βρισκόταν πλέον να τον δανείσει. Τότε εκεί στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν δίγαμος και ο οποίος είχε μεγάλη επιθυμία να γίνει ιεροδιάκονος. Έστειλε, λοιπόν, προς τον Πατριάρχη γράμμα και έλεγε, ότι μπορούσε να βοηθήσει στην δύσκολη αυτή περίοδο της πείνας. Αυτός είχε σιτάρι πολλές χιλιάδες μόδια και εκατόν πενήντα λίτρες χρυσού. Αυτά, έλεγε, ότι όλα τα χαρίζει, αν  χειροτονούνταν Διάκος. Όταν έλαβε την επιστολή ο Ιωάννης, τον κάλεσε και τον ήλεγξε πολύ: Του είπε δε, ότι για τους φτωχούς, ο Θεός θα φροντίζει και δεν θα τους αφήσει να πεθάνουν από την πείνα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να κάνη αυτόν Διάκονο οτιδήποτε και αν προσέφερε. Σε λίγο καιρό έφθασαν στο λιμάνι δύο πλοία της Εκκλησίας γεμάτα σιτάρι. Τότε ο Ιωάννης ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί δεν τον άφησε να πουλήσει την ιεροδιακονία.
Την εποχή εκείνη η Αλεξάνδρεια έπεσε στα χέρια των Περσών. Και ο Πατριάρχης επέστρεψε στην Κύπρο. Μόλις έφθασε εκεί, διέταξε να γράψουν την διαθήκη του και όταν τελείωνε την ανάγνωση της, εκοιμήθη ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Ήταν το έτος 619. Όταν έβαλαν το λείψανο του Αγίου μέσα σ’ έναν τάφο, που είχαν ταφεί δύο άλλοι επίσκοποι, έγινε το έξης θαυμάσιο. Παραμέρισαν τα δύο λείψανα και άφησαν χώρο για το λείψανο του Αγίου!

Πέντε ημέρες πριν πεθάνει ήλθε μια γυναίκα και του ζητούσε συγχώρεση, για κάτι, που είχε κάνει και δεν μπορούσε να το εξομολογηθεί. Ο Άγιος της είπε να το γράψει σ’ ένα χαρτί και δεν θα το μάθει κανείς. Όταν όμως έφερε η γυναίκα το γράμμα ο Άγιος είχε πεθάνει. Η γυναίκα στενοχωρήθηκε, έκλαιγε και θρηνούσε επάνω στον τάφο του, τρία ημερόνυχτα κλαίουσα και θρηνούσα. Το χαρτί το είχε βάλει στον τάφο του Αγίου. Την τρίτη βλέπει η γυναίκα τον Άγιο με τους δύο άλλους επισκόπους να της λέγει:- Έως πότε, παιδί μου, θα μας ενοχλείς με τα δάκρυά σου; Πάρε το χαρτί, που μου έδωσες. Η γυναίκα ταράχθηκε και όταν άνοιξε το χαρτί, κατάλαβε ότι ήταν το ίδιο εκείνο χαρτί, που, του είχε δώσει με το αμάρτημα της. Αλλά είδε ότι η αμαρτία της ήταν σβησμένη και γραμμένες οι παρακάτω λέξεις: «Το αμάρτημα σου το συγχώρησα με την προσευχή του Αγίου Ιωάννου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου