Μνήμη τον αγίου πατρός ημών ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ (Βενιαμίνωφ), μητροπολίτου Μόσχας, φωτιστού της Αλάσκας και της Σιβηρίας.
Ο απόστολος αυτός του Νέου Κόσμου γεννήθηκε το 1727 στο Ιρκούτσκ και έλαβε το όνομα Ιωάννης. Επέδειξε όχι μόνον ευφυΐα άλλα και μεγάλη ικανότητα στα τεχνικά μαθήματα, και ιδιαίτερα στη ωρολογοποιία και την ξυλουργική. Από παιδί ως την τελευτή του κανένας δεν τον είδε ποτέ αργό.
Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος λίγο μετά τον γάμο του, διορίστηκε εφημέριος στο Ιρκούτσκ και το 1823, ήλθε εντολή από τη Σύνοδο να σταλεί ιεραπόστολος στην 'Αλάσκα. Η πρόσκληση αυτή δεν ενδιέφερε, κατ' αρχάς, τον π. Ιωάννη. Όταν όμως ένας Ρώσος άποικος, του μίλησε για την ευλάβεια των Αλεούτων και την λαχτάρα τους να ακούνε τον Λόγο του Θεού, η καρδιά του πυρπολήθηκε από αποστολικό ζήλο και αποφάσισε να φύγει με όλη του την οικογένεια.
Ύστερα από ταξίδι δεκατεσσάρων μηνών διασχίζοντας την Σιβηρία, έφθασαν στην νήσο Ούναλάσκα, οπού δεν βρήκαν παρά ένα παρεκκλήσιο ερειπωμένο και σε αχρηστία. Παρ' όλο πού μεγάλος αριθμός των κατοίκων είχε βαπτισθεί από τους ιεραπόστολους της προηγούμενης γενεάς, ελλείψει ιερέων, οι περισσότεροι ζούσαν σε πλήρη άγνοια των στοιχειωδών αληθειών του Ευαγγελίου και σε ηθική έκπτωση. Ο π. Ιωάννης άρχισε να κτίζει ναό με τα ίδια του τα χέρια. Υπομονετικός, συμπεριφερόμενος με πατρική αγάπη, από την επαφή του με τους Αλεούτους, ο νέος ιεραπόστολος έμαθε την γλώσσα τους και άρχισε χωρίς χρονοτριβή να μεταφράζει λειτουργικά βιβλία και ευαγγελικές περικοπές που αναγιγνώσκονται στον ναό. Διένυε μεγάλες αποστάσεις από νησί σε νησί, κηρύττοντας, βαπτίζοντας και αποτυπώνοντας με ακρίβεια πλούσιες παρατηρήσεις για την χλωρίδα, την πανίδα και τα έθιμα των ιθαγενών που κατοικούσαν εκείνα τα μέρη. Βρήκε επίσης χρόνο να συντάξει την πρώτη γραμματική της Αλεουτικής γλώσσας, και μπόρεσε να μεταφράσει και να εκδώσει τα Ευαγγέλια, την Κατήχηση, πολλές προσευχές και ένα βιβλίο δίκης του συνθέσεως, Ό δρόμος προς την βασιλεία των Ουρανών.
Φθάνοντας μία ημέρα για πρώτη φορά σε ένα από τα νησιά, παραξενεύτηκε βλέποντας όλο τον πληθυσμό να τον περιμένει στην ακτή. Ένας γέροντας πού τον θεωρούσαν σαμάνο γιατί θεράπευε αρρώστους, τους είχε ανακοινώσει έναν χρόνο πριν την άφιξη του ιεραπόστολου. Από τότε πού είχε βαπτισθεί, τριάντα χρόνια πριν, ο άνθρωπος αυτός είχε διδαχθεί τις αλήθειες της πίστεως από δύο αγγέλους, ορατούς μόνον από αυτόν. Τα δύο ουράνια πλάσματα του είχαν μάθει να προσεύχεται νοερώς και του είχαν δώσει ιαματική δύναμη.
Ύστερα από μια δεκαετία μόχθου, καθώς δεν είχε μείνει πια ούτε ένας ειδωλολάτρης στην περιοχή της Ουναλάσκα, ό πατήρ Ιωάννης εγκαταστάθηκε στην Σίτκα, πού ήταν αποικιακός σταθμός στο έδαφος της ινδιάνικης πολεμικής φυλής των Τλινγκίτ, οι όποιοι, παρακινούμενοι στο μίσος από τους σαμάνους τους, είχαν επανειλημμένα κατασφάξει Ρώσους άποικους, παραμένοντας απρόσιτοι σε κάθε απόπειρα εκχριστιανισμού. Ο π. Ιωάννης άρχισε να μελετά την γλώσσα και τα έθιμα τους. Μια επιδημία πανώλης άνοιξε τη θύρα στο θείο Λόγο. Καθώς οι ιθαγενείς υπέφεραν από το λοιμό (παρά τις μαγγανείες των σαμάνων), βλέποντας ότι οι Ρώσοι παρέμεναν απρόσβλητοι, αποδέχθηκαν σιγά-σιγά τον εμβολιασμό. Σέβονταν πλέον περισσότερο τους Ρώσους, ενώ υποδέχθηκαν με πολύ σεβασμό τον πατέρα Ιωάννη, πρόσεχαν στις Ακολουθίες που τελούσε, τού έθεταν ερωτήσεις για την μετά θάνατον ζωή και συναγωνίζονταν ποιος θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Τόσο πολύ τον τιμούσαν, ώστε μία ήμερα, καθώς επισκεπτόταν μια οικογένεια, ένας Ινδιάνος δεν δίστασε να ρίξει στην φωτιά ένα ξύλινο σεντούκι περίτεχνα σκαλισμένο για να ζεσταθεί ό άνθρωπος του Θεού.
Μετά την επιστροφή του στην Σίτκα, ο π. Ιωάννης οικοδόμησε το ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, την μελλοντική του μητρόπολη, και εκτός από την συγγραφική του εργασία, τις μεταφράσεις και τις ταξιδιωτικές του σημειώσεις εύρισκε χρόνο να καταγίνεται με την επιπλοποιία, την μηχανουργία, ακόμη και την κατασκευή μουσικών οργάνων. Αυτές οι εργασίες δεν ήταν απλή διασκέδαση: φέρνοντας τον κοντά στον λαό, ήταν μέσο κηρύγματος και επέτρεπαν στους ιθαγενείς να αποκτούν επαγγελματική κατάρτιση και ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μία από τις κύριες μέριμνες του π. Ιωάννη ήταν η ίδρυση σχολείων με δίγλωσσα σχολικά εγχειρίδια, στα ρωσικά και στα τλίνγκιτ, που τα συνέτασσε ο ίδιος.
Το έργοτώρα, έπρεπε να εδραιωθεί με νέους ιερείς και με ανέγερση ναών και σχολείων. Ο π. Ιωάννης ταξίδευσε στην Ρωσία το 1838, διασχίζοντας το νότιο ημισφαίριο. Φθάνοντας μετέβη στην Μόσχα για να συναντήσει τον μητροπολίτη Φιλάρετο [19 Νοεμ.], την πιο σημαντική μορφή της ρωσικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη, ο οποίος τον χαρακτήρισε αληθινό Απόστολο. Η Ιερά Σύνοδος, ζωηρά εντυπωσιασμένη, αποφάσισε να τον αναγορεύσει πρωτοπρεσβύτερο και να στηρίξει την ιεραποστολή του. Τότε πληροφορήθηκε τον θάνατο της συζύγου του, και υπό την πίεση του Φιλάρετου ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα, ενώ την ανατροφή των έξι παιδιών του ανέλαβε ή Εκκλησία. Το 1840, μετά από συνομιλία με τον τσάρο Νικόλαο Α', χειροτονήθηκε επίσκοπος Καμτσάτκας και 'Αλάσκας, με το όνομα Ιννοκέντιος, ως συνέχεια του έργου του αγίου Ιννοκεντίου Ιρκούτσκ [26 Νοεμ.].
Επιστρέφοντας στην Σίτκα, ο νέος επίσκοπος έφερε συνεργάτες και ικανές δωρεές και άρχισε την ανοικοδόμηση ναών και σχολείων. Ίδρυσε Ιερατική Σχολή στην Σίτκα και αναχώρησε για μεγάλο ταξίδι στην απέραντη επισκοπή του, αρχίζοντας από την νήσο Κοντιάκ, που είχε καθαγιάσει ο άγιος Γερμανός. Επί τρία χρόνια περιόδευε μαζί με έναν συνεργάτη του, διανύοντας πλέον των πέντε χιλιάδων χιλιομέτρων στις παγωμένες ανεξερεύνητες εκτάσεις της Καμτσάτκας, με έλκηθρο ή ακόμη και πεζός, υποφέροντας κάθε λογής στερήσεις και προπαντός το φοβερό ψύχος. Την προέλαση τους συχνά ανέκοπταν τρομερές χιονοθύελλες που υποχρέωναν τους ιεραπόστολους και τους οδηγούς τους να σκάβουν καταφύγιο μέσα στο χιόνι και να περιμένουν πολλές φορές ολόκληρη εβδομάδα μέχρι να κοπάσει η θύελλα. Υπέμενε όλες αυτές τις δυσκολίες όπως οι Απόστολοι, ζούσε με τους ιθαγενείς σε σκηνές από φλοιό σημύδας, υπηρετούσε τον καθένα και οργάνωνε παντού την ανέγερση ναών και σχολείων. Το 1850, η περιοχή του Γιακούτσκ ενσωματώθηκε στην επισκοπή του, αναγορεύθηκε αρχιεπίσκοπος με δικαιοδοσία σε πλέον των διακοσίων χιλιάδων ψυχές. Έμαθε τη διάλεκτο γιακούτ και εξακολούθησε τις περιοδείες του ως τα βάθη της σιβηρικής ερήμου.
Το 1857, ο άγιος Ιννοκέντιος συμμετείχε στην Γενική Σύνοδο στην Αγία Πετρούπολη, όπου υποδείχθηκαν δύο επίσκοποι για να βοηθήσουν στο έργο του, ο ένας για το Γιακούτσκ και ο άλλος για την Σίτκα. Στο δρόμο της επιστροφής αποφάσισε να συνεχίσει την ιερά αποστολή του στις όχθες του πόταμου Αμούρ, ιδρύοντας ενορίες στα πλέον απόμακρα μέρη της Μαντσουρίας, ανοίγοντας έτσι από τον βορρά δρόμο ιεράς αποστολής προς την Κίνα. Σταματούσε σε κάθε χωριό για να τελέσει ιερές Ακολουθίες και με στοργική συγκατάβαση στεκόταν αρωγός στον λαό σε κάθε λογής θλίψη και ανάγκη, υλική και πνευματική. Το 1862 μετέφερε την έδρα του στο Μπλαγκοβεχτσένσκ. Γερασμένος πια, με τα μάτια του να πάσχουν ύστερα από τόσες περιοδείες στα χιόνια, σκεφτόταν να ζητήσει να αποσυρθεί σε μοναστήρι για να τελευτήσει ειρηνικά, όταν, απροσδόκητα, τον υπέδειξαν να διαδεχθεί τον μητροπολίτη Φιλάρετο, που είχε εκδημήσει, ως προκαθήμενος της ρωσικής Εκκλησίας (1868).
Στα τελευταία του δέκα χρόνια ο άγιος έδωσε στην ρωσική Εκκλησία νέα ώθηση, αναδιοργανώνοντας σχολές και φιλανθρωπικά ιδρύματα, περιορίζοντας την γραφειοκρατία και προπαντός διοργανώνοντας την Ρωσική Εταιρεία Ιεραποστολής, η οποία είχε εξαιρετικά αναπτυχθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Προσβληθείς τελικά από ολική τύφλωση και μη έχοντας λάβει από τον τσάρο άδεια παραιτήσεως, συνέχιζε να μετέχει ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή, τελώντας από μνήμης την θεία Λειτουργία και τις άλλες Ακολουθίες. Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το Μ. Σάββατο του 1879, λίγο πριν την αναστάσιμη 'Ακολουθία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου