Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΘΗΣΑΥΡΟΣ!!!

«Ὁ γέρος, ἐκεῖ ποὺ ψυχοπάλευε, φώναξε τὸ παιδί του, τὸν ἀκριβό του κληρονόμο.

Τοῦ εἶπε:

-Ὁ ἥρωας ὁ παππούς σου πεθαίνοντας μοῦ ἄφησε ἕνα θησαυρό, αὐτὸν ποὺ βλέπεις. (Καὶ τοῦ ᾽δειξε ἕνα κουτὶ χρυσόδετο). Μοῦ ἄφησε τ’ ἅγιο τ’ ὄνομά του νὰ λατρεύω καὶ νὰ λιβανίζω τὸ κουτί. Τώρα σοῦ τ’ ἀφήνω καὶ τὰ δύο. Ἐγὼ στὸ κουτὶ αὐτὸ καὶ στ’ ὄνομα δὲ μπόρεσα νὰ βάλω τίποτε ἄλλο παρὰ τοὺς κόπους μου μονάχα γιὰ νὰ στρώσω τὴ ζωή σου ἀναπαμένη κι ἤρεμη. Κύτταξε νὰ ζήσης νὰ χαρῆς τὰ πλούτη σου -ὅμως τὸ κουτὶ νὰ τό ᾽χης φυλαχτό, καὶ τ’ ὄνομα τιμή σου. Κατάρα σοῦ ἀφήνω!
Πέθανε ὁ γέρος. Κι ὁ νιὸς σ’ ὄχι πολλὰ χρόνια σκόρπισε τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἀπόχτησε ἄκοπα καὶ λέρωσε καὶ τ’ ὄνομά του τὸ πατρογονικό. Τὸ κουτὶ ὅμως δὲν τὸ πείραζε, ὄχι σὰν ἱερὸ πράμα ποὺ ἦταν, ἀλλὰ σὰν καταφύγιό του στερνὸ ποὺ θὰ γινότανε μία μέρα.
Τέλος ἔσωσε τὰ λιγοστὰ λεφτὰ ποὺ τοῦ ᾽μεναν. Ἔφτασε καὶ στὸ κουτί. Ἔπιασε τ’ ἄνοιξε μ’ ἀντικλείδι. Κ’ ηὗρε μέσα κόκκαλα ξερὰ καὶ τίποτ’ ἄλλο. Λοιπὸν αὐτὸς ἦταν ὁ ἀτίμητος θησαυρός; Ἡ ἀπελπισία του ξέσπασε σ’ ὀργὴ μεγάλη γιὰ τοῦ πατέρα του τὸ χλευασμό. Μὲ τὸν παππού του δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ θυμώνη. Καὶ τὰ κόκκαλα τίποτα δὲν τούλεγαν. Τὸν ἄλλον ὅμως, τὸν πατέρα, ἤθελε νὰ τὸν ξεδικηθῆ. Καὶ πῶς;
Ἄξαφνα παρηγορήθηκε. Ἔκλεισε πάλι μὲ φροντίδα τὸ κουτί. Τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε σ’ ἕναν τοκογλύφο.
-Σοῦ φέρνω τὸ ἱερώτερο κειμήλιο τοῦ σπιτιοῦ μου, εἶπε, τοῦ παπποῦ τὰ κόκκαλα. Δάνεισέ μου ἕνα κατοστάρικο.
Ὁ τοκιστὴς χωρὶς ν’ ἀνοίξη τὸ κουτί, τὸ κύτταξε ἀπόξω μὲ προσοχή.
-Τὸ κουτί σου δὲν ἀξίζει καὶ μεγάλα πράματα, εἶπε.

-Χάρισμά σου τὸ κουτί, ἀποκρίθηκε τὸ παληκάρι. Ἐγὼ σοῦ πουλῶ τὰ κόκκαλα. Τὰ θέλεις;
Ὁ τοκοφλύφος χαμογέλασε. Ἀμίλητος, ἔδωσε τὸ κατοστάρικο. Ἄδειασε ὕστερα τὰ κόκκαλα μέσ’ τὰ σκουπίδια καὶ κράτησε μονάχα τὸ κουτί».
(Γιάννης Βλαχογιάννης , «Μεγάλα Χρόνια» σελ. 130, ἔκδ. ΕΣΤΙΑΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου