Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΜΑΣ ΚΥΚΛΟ (24/01/'16)

          ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Ο ΟΡΚΟΣ;  (Ιακ. ε’ 12)
Εάν εκείνος, λέει ο Μ. Αθανάσιος, που καταφεύγει στον όρκο, είναι άνθρωπος πίστεως και αληθείας, «τίς ἡ χρεία τοῦ ὅρκου»; Εάν όμως είναι άπιστος, γιατί τόσο πολύ ασεβούμε, ώστε για μικρά, ανθρώπινα, εφήμερα και θνητά, να καλούμε μάρτυρα το Θεό, που είναι ο Πλάστης του ανθρώπου; Κι αν τον επίγειο βασιλιά ποτέ δεν επικαλούμαστε για μάρτυρα, στα δικαστήρια, γιατί ούτε ορθόν είναι, αλλά ούτε και επιτρεπτό, αφού ο ανώτατος άρχων είναι, ανώτερος δικαζόντων και δικαζομένων, γιατί τον άπειρο Θεό, τον θέτουμε σε θέση κατώτερη και τον εκθέτουμε σε περιφρόνηση από τους ανθρώπους; «Ἂπαγε τῆς βλασφημίας. Τοῦτο πᾶσαν ὑπερ­βάλλει παρανομίαν καὶ τόλμην».
Τί λοιπόν πρέπει να κάνουμε; Τίποτε περισσό­τερο από ένα ναι και ένα ου. Έτσι κι εμείς κερδίζουμε την εμπιστοσύνη και το Θεό μιμούμαστε. Όταν ο άλλος είναι ειλικρινής και φιλαλήθης κι αν προς στιγμή αμφισβητήσουν και διερωτηθούν για την ειλικρίνεια του, ο χρόνος και τα περιστατικά θα τον δικαιώσουν. Προς τί η επίκληση του Ονόματος του Θεού;
Ο Μέγας Βασίλειος ασχολούμενος διεξοδικά με τον όρκο, δίνει την παρακάτω απάντηση στην απορία: Γιατί στην Π. Διαθήκη η ευορκία επι­τρέπεται και συγχωρείται, ενώ στην Κ. Διαθήκη απαγορεύεται τελείως με το «μὴ ὀμόσαι ὅλως;».
Πάντοτε ο Κύριος ένα σκοπό έχει: Να κτυπήσει το κακό στη ρίζα. Να προλά­βει τα αίτια και τις αφορμές των αμαρτημάτων «καὶ ἐκ τῆς πρώτης ἀρχῆς ἐκτέμνει τὴν πονηρίαν». Και για να θεμελιώσει την απαγόρευση αυτή, χρησιμοποιεί την επί του Όρους ομιλία. «Ὁ παλαιός νόμος ἔλεγεν, «οὐ μοιχεύσεις», ὁ  Κύριος λέγει, οὐδὲ ἐπιθυμήσεις. Κακεῖνος μὲν, «οὐ φονεύσεις», ὁ δὲ τελειότερα νομοθετῶν, οὐδὲ ὀργισθής- οὔτω δὴ καὶ ἐνταῦθα ὁ μὲν νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀρκεῖται εἰς τὴν εὐορκίαν, ὁ δὲ Κύριος τῆς ἐπιορκίας τὴν ἀφορμήν καὶ αἰτίαν διακόπτει». Διότι και εκείνος ακόμη που ευορκεί (=λέει την αλήθεια), είναι πολύ πιθανό, χωρίς να το θέλει, να παρουσια­σθεί και επίορκος. Γιατί όχι και ψεύδορκος; Εκείνος όμως που δεν ορκίζεται ποτέ, είναι τελείως αδύνατο να πέσει στο αμάρτημα της επιορκίας και ψευδορκί­ας. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει: «Εκείνος που συχνά ορκίζεται θέλοντας και μη θέλοντας, αγνοώντας ή γνωρίζοντας, στα σοβαρά ή αστειευόμενος ή και από θυμό πολλές φορές, παραφερόμενος και από πολλά άλλα, θα επιορκήσει. Και τούτο γιατί είναι βεβαιωμένο και φα­νερό ότι ο πολύορκος είναι και επίορκος. Και αν ακόμη ούτε από συναρπαγή ούτε αθέλητα δεν παρασυρθεί και προσπαθεί και αγωνίζεται να τηρήσει τον όρκο του, πάλι θα επιορκήσει».

Δεν υπάρχει λοιπόν καμία περίπτωση θε­μιτού όρκου; Όλοι μας αντιμετωπίζουμε μία θλιβερή πραγματικότητα. Την πλήρη διαστρο­φή, που δημιούργησε και δημιουργεί καθημερινά η αμαρτία. Δυσπιστία, αναξιοπιστία, ψέμα, κακότητα και κακοβουλία κυριαρχούν στην καθημερινή μας ζωή. Οι πονηροί άνθρωποι είναι ικανοί να παρουσιάσουν ακόμα και τη σώζουσα και σωτηριώδη αλήθεια του Ευαγγελίου, ως την ελεεινότερη πλάνη, όπως και τον αθωότερο άνθρωπο και μεγαλύτερο ευεργέ­τη ως το μεγαλύτερο κακοποιό. Μόνο σ' αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ο Χριστιανός για να πείσει την κοινή γνώμη ή τουλάχιστον τους εκ καλής πίστεως πλανεμένους, να καταφύγει και να χρησιμοποιεί τον όρκο, «πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος» (Εβρ. στ' 16). Ο όρκος αυτός ονομάζεται πνευματικός. Και είναι πνευματικός γιατί καλείται ο Χριστιανός να βεβαιώσει τη χριστιανική αλήθεια ως τη μόνη αληθινή και σώζουσα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου