Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Από τους παλιούς μας Κύκλους (13/05/2011)

Τη δεκατητρίτη Μαΐου, μνήμη των οσίων πατέρων ημών
ΙΩΑΝΝΟΥ και ΕΥΘΥΜΙΟΥ κτιτόρων της μονής των ΙΒΗΡΩΝ
Ο όσιος πατήρ ημών Ιωάννης ήταν μέγας άρχοντας στην αυλή του Δαυίδ Κουροπαλάτη, πρίγκιπα της επαρχίας Τάο-Καρντζάτι της Γεωργίας και έχαιρε της ιδιαίτερης εύνοιας του ηγεμόνα, εξαιτίας της γενναιότητας και της σοφίας του. Φλεγόμενος, όμως, από θείο πόθο, απαρνήθηκε την κοσμική δόξα για να γίνει μοναχός, αρχικά σε μοναστήρι της Γεωργίας καί κατόπιν στον Όλυμπο της Βιθυνίας, οπού ανέλαβε τις πλέον ταπεινές εργασίες, όπως εκείνη του ημιονηγού.
Όταν έμαθε ότι ο γιος του Ευθύμιος στάλθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, διέκοψε την ησυχία του και χάρη στην στήριξη αυλικών συγγενών κατάφερε να τον πάρει καί να τον φέρει μαζί του στο μοναστήρι, οπού του δίδαξε τα ελληνικά καί γεωργιανά γράμματα.
Σύντομα, πατέρας καί γιος, που είχαν απαρνηθεί την κατά σάρκα συγγένεια προς όφελος ενός ισχυρότερου δεσμού, εκείνου της πνευματικής πατρότητας, επιδιώκοντας την αφάνεια αποσύρθηκαν με μία ομάδα μαθητών στον Άθω, όπου ο άγιος Αθανάσιος[5 Ιουλ.] είχε αναλάβει πριν από λίγα χρόνια την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας. Φθάνοντας στην Λαύρα ο όσιος Ιωάννης δεν αποκάλυψε την ευγενική καταγωγή του και επί δύο χρόνια διακονούσε στο μαγειρείο. Ο άγιος Αθανάσιος διέκρινε, ωστόσο, τις αρετές των δύο ευγενών μαθητών και προώθησε την χειροτονία του Ευθυμίου σε πρεσβύτερο.
Λίγα χρόνια αργότερα (περί το 970), ένας από τους στενούς συγγενείς του Ιωάννη, ο Τορνίκιος, ο ενδοξότερος στρατηγός του πρίγκιπα Δαυίδ, ο όποιος είχε τιμηθεί με το βυζαντινό αξίωμα του πατρικίου, έγινε κι αυτός μοναχός με το όνομα Ιωάννης. Αναζήτησε τον συγγενή του στον Όλυμπο, ενώ έφθασε εν συνεχεία στο Άγιον Όρος, όπου ο άγιος Αθανάσιος τον υποδέχθηκε με τιμές (970). Οι Γεωργιανοί έγιναν οι πλέον ένθερμοι μαθητές του οσίου καί κερδίζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του βοήθησαν το έργο της εγκαθίδρυσης του κοινοβιακού μοναχισμού στον Άθω καί προέβησαν στα αναγκαία διαβήματα προς τον αυτοκράτορα. Διάγοντας εκεί επί δέκα έτη βίο ισαγγελικό, άρχισαν στην ησυχία την μετάφραση στα γεωργιανά ελληνικών εκκλησιαστικών βιβλίων, έργο που είχε γίνει απολύτως απαραίτητο για την οικοδομή του λαού τους. Όταν όμως ο Βάρδας Σκληρός, στρατηγός του στρατού της Ανατολής, ανακηρύχθηκε από τα στρατεύματα του αυτοκράτορας, λίγο μετά την ανάρρηση στον θρόνο του Βασιλείου Β' και του Κωνσταντίνου Η' (976), η αντιβασίλισσα Θεοφανώ ανακάλεσε τον Τορνίκιο και του ζήτησε να μεσολαβήσει στον πρίγκιπα της Γεωργίας Δαυίδ προκειμένου να εξασφαλίσει την βοήθεια του στρατού του, μόνου ικανού να σώσει τους νόμιμους βασιλείς. Εγκαταλείποντας προσωρινά και παρά την θέληση του το μοναχικό Σχήμα για να λάβει εκ νέου τα όπλα, ο Τορνίκιος επέτυχε λαμπρή νίκη κατά του Βάρδα στο Σαρβενίσνι (979). Αφού τιμήθηκε με το αξίωμα του συγκέλλου, επέστρεψε στον Άθω με τεράστια πλούτη, τα οποία παρέδωσε στον Ιωάννη, υποτασσόμενος πάλι εν απλότητι σε αυτόν και διάγοντας άγιο και θεάρεστο βίο εν πλήρει αποταγή έως την μακαρία κοίμηση του.
Ο όσιος Ιωάννης χρησιμοποίησε τον θησαυρό του Τορνικίου για την ίδρυση μονής αποκλειστικά για τους Γεωργιανούς πού είχαν έλθει πολυπληθείς ακολουθώντας τον στρατηγό (980-983). Στον τόπο της παλαιάς μονής, της λεγόμενης «του Κλήμεντος», όπου βρισκόταν ένα ναΰδριο του Προδρόμου, έκτισαν έναν μεγάλο ναό αφιερωμένο στην Θεοτόκο, καθώς και πολλά οικοδομήματα. Σύντομα η αδελφότητα αριθμούσε περί τους τριακοσίους μοναχούς, Γεωργιανούς και Έλληνες, και είχε στην κατοχή της μεγάλες ιδιοκτησίες στην Μακεδονία που τις είχαν παραχωρήσει οι αυτοκράτορες.                                                                                                                         
Όταν εκοιμήθη ο Ιωάννης-Τορνίκιος (984), ο όσιος Ιωάννης που από καιρό επιθυμούσε να απομακρυνθεί από τον θόρυβο και την τύρβη του πολυπληθούς κοινοβίου, επιχείρησε να εγκαταλείψει τον Άθω και να μεταβεί στην Ισπανία, όμως στην Κωνσταντινούπολη οι βασιλείς τον έπεισαν με πολλές και επίμονες παρακλήσεις να αναλάβει ξανά την ηγουμενία της μονής. Ασθένησε όμως σύντομα με ποδάγρα και αναγκασμένος να παραμένει κλινήρης, εμπιστεύθηκε την διοίκηση του μοναστηριού στον γιο του Ευθύμιο, συνεπικουρούμενο από τον ανιψιό του Γεώργιο, διατηρώντας ωστόσο τον επίσημο τίτλο του ηγουμένου (995). Πριν κοιμηθεί, μεταβίβασε την πλήρη εξουσία στον Ευθύμιο και κατέστησε τον αυτοκράτορα προστάτη του καθιδρύματος, εν συνεχεία δε συμβουλεύοντας τους μοναχούς του να τηρούν την υπακοή και την φιλοξενία παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο, την 14η Ιουνίου 1005. Προετοιμασμένος παιδιόθεν από τον πατέρα του για το μέγα έργο της μετάφρασης στα γεωργιανά εκκλησιαστικών και πατερικών βιβλίων και προικισμένος με μεγάλο φιλολογικό ταλέντο, μόλις έφθασε στον Άθω ο Ευθύμιος οργάνωσε ομάδα γραφέων και σταχωτών βιβλιοδετών, οι οποίοι επιμελούνταν την διάδοση στην Γεωργία των χειρογράφων που περιείχαν τις μεταφράσεις. Εργαζόμενος νυχθημερόν, δίχως να κλείνει μάτι, μετέ­δωσε στον λαό του τον πλούτο της βυζαντινής κληρονομιάς και χαιρετίσθηκε από τον πρίγκιπα Δαυίδ ως «Δεύτερος Χρυσόστομος». Έχοντας αναλάβει εκτός της ηγουμενίας της Μονής των Ιβήρων και την διοίκηση της Μεγίστης Λαύρας, καθήκον που είχε εμπιστευθεί στον πατέρα του ο άγιος Αθανάσιος, ο Ευθύμιος δεν μείωσε εντούτοις τα ασκητικά παλαίσματα και τις πνευματικές αναβάσεις του. Πέρασε την ζωή του ενδεδυμένος τρίχινο χιτώνα και φορτωμένος με αλυσίδες. Ταπεινόφρων, πράος, ακμαίος στα έργα του Θεού και λαμβάνοντας για κάθε τι την μαρτυρία της αγίας Γραφής, ήταν παρών σε όλες τις Ακολουθίες, όρθιος και ασάλευτος, με τα μάτια χαμηλωμένα στην γη, ως άγγελος ενώπιον του Θεού.                   
Κάποτε που, σύμφωνα με το αγιορείτικο έθος, είχε μεταβεί στην κορυφή του Άθω για την εορτή της Μεταμορφώσεως, ενώ τελούσε την θεία Λειτουργία, την στιγμή της Ευχής της Αναφοράς, ένα λαμπρό φως απλώθηκε αίφνης συνοδευόμενο από σεισμό που έριξε καταγής όλους τους παρευρισκομένους. Μόνον ο όσιος παρέμεινε όρθιος μπροστά στην αγία Τράπεζα, ως πύρινη στήλη εν μέσω του φωτός. Μιαν άλλη φορά, τελώντας την Θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία, έβαλε τέλος σε επίμονη ξηρασία. Πιστός στην συμβουλή που του άφησε ο πατέρας του για την τήρηση της φιλοξενίας, υποδεχόταν πρόσχαρα όλους εκείνους που έρχονταν κοντά του για πνευματική βοήθεια, μοίρασε γενναιόδωρα μέρος της περιουσίας του στους άλλους αγιορείτες και συνέβαλε στην εγκαταβίωση στο Άγιον Ορος μιας αδελφότητας πού ήλθε από την Ιταλία («Αμαλφίται», βενεδικτίνοι, έζησαν στο Όρος ως τον 13ο αιώνα ). Η φήμη του μεγάλωσε και ο αυτοκράτορας του πρότεινε την αρχιεπισκοπική έδρα της Κύπρου. Ο όσιος, όμως, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε για παρόμοιες προτάσεις, προτιμώντας να παραμείνει υποτακτικός, παρά να άρχει.

Μετά δεκατέσσερα έτη ηγουμενίας, καθώς τα διοικητικά καθήκοντα δεν του άφηναν ικανό χρόνο για προσευχή και για τις μεταφράσεις του, ο όσιος Ευθύμιος εμπιστεύθηκε την διοίκηση του μοναστηριού στον εξάδελφο του Γεώργιο (1019), σύμφωνα με την επιθυμία του Ιωάννη, και επιδόθηκε με ζήλο σε έναν περισσότερο ησυχαστικό βίο. Έπρεπε ωστόσο να διατηρεί την επιστασία της Λαύρας. Παρ' όλο που δεν αναμειγνυόταν καθόλου στην κανονική διοίκηση της Λαύρας, οι μοναχοί, των οποίων η αφοσίωση είχε διαταραχθεί, επαναστάτησαν εναντίον του και μετέφεραν την διαμάχη στον αυτοκράτορα. Ο όσιος Ευθύμιος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί, ενώ έδινε ελεημοσύνη σε έναν ζητιάνο, ο ημίονος στον οποίο επέβαινε τον έριξε κατά γης. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε ένα μοναστήρι και μετά από λίγο εξεδήμησε προς Κύριον, στις 13 Μαΐου 1028. Τον θρήνησαν ο αυτοκράτορας και όλοι οι ευσεβείς άνθρωποι της Βασιλεύουσας, εν συνεχεία δε μεταφέρθηκε στην Μονή των Ιβήρων, οπού και ενταφιάστηκε πλάι στον κατά σάρκα πατέρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου