Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ  
    Στη σειρά των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, με­τά από τις 14 Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ακο­λουθούν επτά άλλες, πού ονομάζονται «Καθολικαί». Γράφτηκαν και αυτές από θεόπνευστους άνδρες. Η πρώτη από τον Αδελφόθεο Ιάκωβο, οι δύο στη συνέχεια από τον απόστολο Πέτρο, οι τρεις μετά, από τον ευαγγελιστή Ιωάννη και η εβδόμη από τον Ιούδα, αδελφό του Αδελφοθέου Ιακώβου.
    Πολλές υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για την ιδιαίτερη ονομασία που έχουν οι επιστολές αυτές. Η γνώμη που είναι γενικότερα παραδε­κτή και αναμφίβολα ορθή είναι, ότι ονομάσθηκαν «Καθολικαί», διότι απευθύνονται εις την «καθό­λου Έκκλησίαν», ενώ οι επιστολές του αποστόλου Παύλου απευθύνονται προς ορισμένες Εκκλησίες ή προς ορισμένα άτομα.
Πολύ ορθά παρατηρεί ο ερμηνευτής άγιος Οικουμένιος, ότι αυτές έχουν καθολικό χαρακτήρα, διότι στέλνονται προς όλους τους πιστούς, είτε εις τους Ιουδαίους Χριστιανούς της διασποράς, είτε στους άλλους Χριστιανούς, που προέρχονταν από εθνικούς ειδωλολάτρες. Η ονομασία τους αυτή εί­ναι αρχαιότατη, όπως αρχαιότατη είναι και η ανα­γνώριση τους ως θεοπνεύστων βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Το βασικό θέμα της φετινής μας περιόδου θα είναι η μελέτη της Καθολικής Επιστολής του Ιακώβου του Αδελφοθέου. Και θα ήταν παράλειψη βασική αν δεν αφιερώναμε την πρώτη συνάντηση μας σε μία γενική γνωριμία της επιστολής και της προσωπικότητας του άγιου αποστόλου Ιακώβου.
    1.  Ποιος ο συγγραφέας της επιστολής.

Ο Ιάκωβος, ονομάζεται «αδελφόθεος». Ήταν «αδελφός» του Κυρίου, υιός δηλαδή του Ιωσήφ από γυναίκα, την οποία είχε συζευχθεί πριν να μνηστευθεί την Παρθένο Μαριάμ. Για τον Ιάκωβο τον αδελ­φόθεο πληροφορούμαστε από την Καινή Διαθήκη ότι, μαζί με τους άλλους που ονομάζονται αδελφοί του Ιησού, ήταν πολύ γνωστός στους κατοίκους της Ναζαρέτ (Μαρκ. στ', 3, Ματθ. ιγ', 55-56).
Ο Ιάκωβος, όπως και οι άλλοι αδελφοί του, δεν είχε πιστέψει από την αρχή στο Χριστό. Αγαθής όμως διαθέσεως καθώς ήταν, όταν σήμανε η ώρα της χάριτος πίστεψε και αφοσιώθηκε ολόψυχα ως πιστός «δούλος» εις τον «Κύριον Ιησούν Χριστόν». Και αυτό συνέβη αμέσως μετά την Ανάσταση, και αξιώθηκε της μεγάλης τιμής και χαράς να ιδεί τον Αναστάντα Κύριο (Α' Κορ. ιέ', 7). Γι' αυτό και πριν από την επιφοίτηση του Αγιου Πνεύματος τον βλέ­πουμε στο γνωστό υπερώο, «προσκαρτερούντα τη προσευχή και τη δεήσει», μαζί με τους άλλους μα­θητές (Πράξ. α', 14).
Μετά από αυτά και για την αρετή και για τη φρόνηση του γρήγορα κατέλαβε εξέχουσα θέση στην Εκκλησία, αφού έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Ομόφωνα αναγνωριζόταν μαζί με τον Ιωάννη και τον Πέτρο ως ένας από τους τρεις στύλους της αρτισύστατης Εκκλησίας. Προς αυτόν ο απόστολος Πέτρος, μετά από τη θαυμαστή αποφυλάκιση του, είπε να ανακοινώσουν το γεγο­νός (Πράξ. ιβ', 17). Τον αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Πέτρο συνάντησε ό απόστολος Παύλος για πρώ­τη φορά στην Ιερουσαλήμ τρία έτη μετά από την κλήση του στο αποστολικό αξίωμα (Γαλ. α', 18-19). Αυτόν επισκέφθηκε πρώτα κατά την τελευταία του άνοδο στα Ιεροσόλυμα και στο σπίτι του συνήλθαν οι πρεσβύτεροι, για ν' ακούσουν τον Παύλο όταν διηγείτο τα σχετικά με το έργο του (Γαλ. β', 1-10).
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ο Ιάκωβος προέδρευσε της αποστολικής συνόδου πού συγκλήθηκε στην Ιερουσαλήμ περί το 50 μ.Χ. Για τη με­γάλη του αρετή και για την ασκητική του ζωή απο­λάμβανε γενικής εκτιμήσεως από Χριστιανούς και Ιουδαίους και από όλους ονομαζόταν «δίκαιος». Γι’ αυτό κίνησε το θανάσιμο μίσος των Ιουδαίων. Αυτοί κατόρθωσαν και επέτυχαν να τον συλλά­βουν και ζήτησαν να του επιβάλουν ν' απαρνηθεί τον Ιησού Χριστό. Αυτός όμως όχι μόνο αρνήθη­κε να πράξει τούτο, αλλά έμεινε σταθερός και άκα­μπτος, με αποτέλεσμα να υποστεί θάνατο μαρτυ­ρικό δια λιθοβολισμού. Και τότε όμως έδειξε το μεγαλείο της ψυχής του, διότι κατά τις τελευταίες στιγμές του γονατιστός προσευχόταν και έλεγε: «Παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πάτερ, άφες αύτοϊς ου γαρ οίδασι τί ποιούσι».
Και έτσι «μάρτυς αληθής γενόμενος Ιουδαίοις καί Έλλησιν», εξεδήμησε προς Κύριον κατά το 62 μ.Χ.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 23 Οκτωβρίου και την ημερα αυτή τελείται η επ' ονόματί του αρχαιότατη θεία Λειτουργία.
Στο προοίμιο της Καθολικής Επιστολής, την οποία έγραψε προ του 50 μ.Χ. και μάλιστα στα Ιεροσόλυμα, αναγράφεται: «Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν.». Η εκκλησιαστική παράδοση και οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές της Επιστολής, αναγνώρισαν τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου, ως συγγραφέα της Επιστολής.
    2. Η αξία της επιστολής.
Γεμάτη από απλές ως προς την έκφραση, βαθιές όμως σε οικοδομητικά νοήματα ηθικές προτροπές η επιστολή του αδελφοθέου Ιακώβου απευ­θύνεται προς τους διεσπαρμένους σ' όλη την οι­κουμένη Χριστιανούς. Έχει υπ’ όψη του τους πει­ρασμούς, τις δοκιμασίες και τις ποικίλες κακοπάθειες πού υφίστανται οι πιστοί, και τους συνιστά υπομονή, πίστη, θερμή προσευχή, για ν' ανταπεξέλθουν νικηφόρα σ' αυτούς, και να γίνουν «δόκι­μοι» ενώπιον του Θεού.
Για τα νοήματα και το ύφος της, αλλά και για την αγάπη που την πλημμυρίζει προς τους πάσχο­ντες, τους πτωχούς, τους διωκόμενους, είναι, η επιστολή αυτή, ένα από τα πλέον ελκυστικά βιβλία της Καινής Διαθήκης, και εμφανίζει τον Ιάκωβο ως «διδάσκαλον» μεγάλου προσωπικού κύρους μεταξύ των αναγνωστών της επιστολής του.
    3.  Το παράδειγμά του.
Ίσως να προβληθεί η απορία: Ο Ιάκωβος που έδειξε τόση αμφιβολία και δυσπιστία προς τον Κύριο, όταν τον άκουγε να διδάσκει και να θαυμα­τουργεί, πώς έφθασε σε τόσο ύψος πίστεως και αφοσιώσεως προς τον Χριστό, ώστε και τη ζωή του να θυσιάσει;
Δεν πρέπει να φανεί παράδοξο το γεγονός. Δυσκολεύθηκε στην αρχή να παραδεχθεί τον Χρι­στό ως Σωτήρα και Λυτρωτή των ανθρώπων, διό­τι τον είχε γνωρίσει από νήπιο και τον έβλεπε να μεγαλώνει όπως και οι άλλοι άνθρωποι, και ακό­μα να εργάζεται στην πατρίδα τους τη Ναζαρέτ με τον προστάτη του Ιωσήφ σαν ένας ξυλουργός. Μία τέτοια μακρά γνωριμία, φαίνεται, τον εμπόδιζε να τον παραδεχθεί ως τον ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού. Και γι' αυτό παρουσίαζε αυτή τη δυσπιστία.
    Η δυσπιστία του όμως αυτή προερχόταν από αγαθή διάθεση και όχι από διεστραμμένη πρόθε­ση. Και γι' αυτό όταν πληροφορήθηκε και βεβαιώ­θηκε για την Ανάσταση του Κυρίου, τότε πίστεψε ειλικρινά στον Χριστό και αφοσιώθηκε σ' Αυτόν και Τον διακόνησε μέχρι τέλους της ζωής του και ακόμη προς χάριν του δέχθηκε μαρτυρικό θάνατο. Παράδειγμα μεγάλο για μας να μη σπεύδου­με να βγάζουμε πρόχειρα συμπεράσματα για πρό­σωπα που έχουν αμφιβολίες και δυσπιστούν. Διότι ίσως να είναι μία περίοδος Ιακώβου η στάση τους αυτή, και αύριο ό μέχρι χθες αδιάφορος και ψυ­χρός να πιστέψει και να γίνει θερμός και φλογερός Χριστιανός. Η δική μας στάση και συμπεριφορά προς τους δυσπιστούντες πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να τους βοηθήσει να αποβάλλουν τις αμφιβολίες και να προσέξουν και να παραδεχτούν το Σωτήρα. Ας θυμόμαστε πάντοτε την τελευταία παραγγε­λία της επιστολής του Ιακώβου: «Γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.» (Ίακ.ε',20).          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου