Κυριακή 23 Απριλίου 2017

Από τον Κύκλο μας (23/04/'17)

                «ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» (Πραξ. ιζ’ 27-31)
       Είμαστε παιδιά του Θεού. Και επειδή στους Αθηναίους άρεσαν οι ωραίοι και σφιχτοδεμένοι συλλογισμοί, τους λέει ο Παύλος τα εξής: Αφού αυτά τα πνευματικά προσόντα που έχουμε, μαρτυρούν ότι είμαστε γένος του Θεού, δεν είναι λογικό να πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι όμοιος με χρυσά ή ασημένια ή πέ­τρινα αγάλματα. Δεν πρέπει εμείς οι λογικοί άνθρωποι να λατρεύουμε τα είδω­λα. Διότι, τότε, τί γένος Θεού είμαστε; Έτσι εξευτελίζουμε την καταγωγή  μας και  δεν σεβόμεθα τον Δημιουργό  μας.
Κι αλήθεια! Είναι να καυχάται κα­νείς και να το θεωρεί καμάρι και τιμή του ότι έχει θεία κα­ταγωγή, ότι είναι «γένος τού Θεού». Εδώ υπάρχουν άνθρω­ποι, που καμαρώνουν διότι ο πατέρας ή ο παππούς τους κατείχε κάποια θέση στην κοινωνία. Πολύ  περισσότερο  λοιπόν  πρέπει  να καυχιόμαστε, όταν ξέρουμε ότι Πλάστης και Πατέρας μας είναι ο πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός και μάλιστα έδωσε σ' εμάς από το δικό Του Πνεύμα, από τα δικά του χαρί­σματα. Πράγματι, είναι πάρα πολύ ευγενική η καταγωγή μας.
Αυτή όμως η θεία καταγωγή μάς επιβάλλει και υποχρεώσεις. Ας ακούσουμε τί γράφει ο ίδιος ο Παύ­λος. «Εμείς, λέει, είμαστε παιδιά του Θεού. Αυτό το Άγιο Πνεύμα μιλάει μέσα στην ψυχή μας και μας βεβαιώνει ότι είμαστε παιδιά του Θεού. Γι' αυτό και πρέπει να ζούμε ως τέκνα φωτός, αφού φως και αλήθεια είναι ο πατέρας μας» (Γαλ. δ’). Η ζωή μας πρέπει να φωτίζεται από το φως του Χριστού. Τα έργα μας να είναι έργα φωτός, αγνά, δίκαια, άγια ευχάριστα στο Θεό….
      Κι εμείς που σήμερα διαβάζομε τα θεόπνευστα λόγια του Παύλου, ασφαλώς αισθανόμαστε να μας συγκι­νούν πολύ και να μας κάνουν πολύ σκεπτικούς. Ποιός μπορεί να μείνει ψυχρός και αδιάφορος όταν ακούει τον Παύλο να διακηρύττει ότι όλοι θα παρουσιαστούμε μπρός στο βήμα του Χριστού και θα πάρει ο καθένας τον δίκαιο μισθό για τα έργα που έκανε· αμοιβή για τα αγαθά έργα, τιμωρία για τα κακά.
Δεν είμαστε ανεύθυνοι και ασύδοτοι στον κόσμο αυτό. Κάθε έργο μας, κάθε λέξη, ακόμη και οι εσωτερικές μας επι­θυμίες και διαθέσεις, η συμπεριφορά μας προς τους άλλους, προς την οικογένεια μας, προς τους φίλους μας και προς την κοινωνία, όλη μας η ζωή της ημέρας και της νύχτας, κατα­γράφονται στο μεγάλο «βιβλίο τού Θεού». Δεν θα έχουν πέραση εκεί οι γνωριμίες και οι παρακλήσεις. Το λόγο θα έχει η άπειρη δικαιοσύνη   τού Θεού.

Αυτή η κρίση του Θεού μπορεί να φοβίζει, επειδή είμαστε αμαρτωλοί και ένοχοι. Αυτός όμως ο φόβος είναι ωφέ­λιμος, σωτήριος. Θα μας κάνει περισσότερο προσεκτι­κούς στη ζωή μας. Κάθε φορά που θα νιώθουμε την α­μαρτία να δελεάζει, τότε η ενθύμηση της κρίσεως θα μας συγκρατεί από τον κατήφορο του κακού και θα μας κάνει πιο πρόθυμους στο δρόμο της αρετής. Και ακόμα, θα μας παρακινεί να μετανοήσουμε. Και ο Παύλος στην ομιλία του προς τους Αθηναίους συνδέει τη μετάνοια με την κρίση. Γι' αυτό και είπε, ότι από τώρα και ως τη συντέλεια του κόσμου παραγγέλλει ο Θεός στους ανθρώπους να μετανοούν και να λυτρώνονται από την αμαρτία και την ενοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου