Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Κύκλος (26/03/2017)

«Πήραν φως απ’ τα καντήλια κι άστραψαν τα καριοφίλια»
Ο Ηλίας Φλέσσας και ο Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στον «μπουρλοτιέρη των ψυχών»  Παπαφλέσσα, να αφήσει τους λόφους στο Μανιάκι και να ταμπουρωθεί ψηλότερα, στο βουνό, για να υπάρχει οδός διαφυγής. Απαντά: «Εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραΐμη, πόσος είναι, από τα ψηλώματα. Ήρθα να πολεμήσω. Ούτε τρελάθηκε ο Μπραῒμης να χασομεράει εκεί που ελπίζει να κερδίσει νίκη, μα θα τραβήξει ίσα κατά την Τριπολιτσά, κι εγώ τότε θα μείνω να μαζεύω από πίσω τα καρφοπέταλά του. Αν όμως τον κρατήσω εδώ στο Μανιάκι, γλιτώνω τον Μωριά, γιατί θα τον κάμω να πισωγυρίσει όπως ο Δράμαλης, ειτεμή θα πληρώσει ακριβά το αίμα μου και θα συλλογιστεί καλά ύστερα να μπει στην καρδιά του Μωριά. Καθίστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες».
………….
«Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος  το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, του επέτρεπε να επαιτεί, κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή! Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Γαλλίας, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του, στο σημείο όπου ζητιάνευε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
–  Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
–  Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
–  Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; Επέμενε ο ξένος.
–  Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
–  Ο ξένος κατάλαβε και διακριτικά, φεύγοντας, άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πεθαίνει πάμφτωχος.»
………….
«Ήταν πρωί, Σάββατο του Λαζάρου, 10 Απριλίου του 1826, όταν συγκροτήθηκε το  συμβούλιο αποφάσεως. Ήταν ένα συμβούλιο θανάτου. Οι καπεταναίοι είχαν αναλάβει να διερευνήσουν, με ανιχνευτές την ύπαρξη μυστικού δρόμου-διόδων για ακίνδυνο πέρασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων στην ελευθερία. Κανένας όμως δεν έφερε ελπιδοφόρα πληροφορία. Οι στενωποί φυλάγονταν άγρυπνα από τους πολιορκητές. Γενική ήταν η κατήφεια και η σιωπηλή θλίψη. Την σιωπή της στιγμής έσπασε η βροντώδης και σταθερή έκρηξη του αρχηγού της Φρουράς, του Θανάση Ραζη-Κότσικα.
–  Υπάρχει δρόμος, ωρέ!
–  Ποιος είναι, στρατηγέ, και δεν τον λες τόση ώρα; Διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι παριστάμενοι.
–   Είναι ο δρόμος του Θεού, φωνάζει.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου