Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Από το χθεσινό μας Κύκλο (15/02/2015)

«Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν;» (Iακ. γ’ 13)

            Κατά τον θείο Ιάκωβο, σοφός δεν είναι ο σοφός στα λόγια, αλλά εκείνος που ζει και εφαρμόζει τις αλή­θειες της χριστιανικής πίστης. Γι' αυτό ο κατά Θεόν σοφός θεωρεί βασικό τις γνώσεις του αυτές πρώτα να τις ζει ο ίδιος και έπειτα να τις μεταδίδει και στους άλλους. Κατά το: «φωτισθῆναι πρῶτον (του αγ. Γρηγορίου) καὶ ὓστερον φωτίσαι, ἁγιασθῆναι πρῶτον καὶ ὓστερον ἁγιάσαι». Αντιθέτως η ψεύτικη σοφία έχει πάντοτε σαν γνώρισμα της την άκρατη πολυλογία. Ζητεί και θέλει να καλύψει μ' αυτή τα κενά και σκοτεινά σημεία της αμαρτωλής ζωής και των πλανημένων. πεποιθή­σεων και αρχών της. Κατά το σοφό Σολομώντα «εἰς κακότεχνον ψυχὴν (κακότροπη και διεστραμμένη ψυχή) οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ κατοικήσει ἐν σώματι κατάχρεῳ- (ύπόδουλo καί χρεωμένο) ἁμαρτίας » (Σοφ. Σολ. α', 4).
        Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της  ψεύ­τικης σοφίας;
α) Ο πικρός ζήλος και η έρις. Εκδη­λώσεις κατ' εξοχήν- εγωιστικές που νοθεύουν την αλήθεια και οδηγούν σε πλάνες και αιρετικές δοξα­σίες. Η πληθώρα των αιρέσεων και των αιρετικών- από την εποχή ακόμα των Αποστόλων μέχρι σή­μερα αφ' ενός και ο. άκρατος φανατισμός αφ' ετέ­ρου με το μίσος και τη ζηλοτυπία ανάμεσα τους, είναι εντυπωσιακά φαινόμενα που τραυματίζουν συνειδήσεις και καταπίνουν ψυχές. Και όχι μόνο στο θρησκευτικό χώρο, αλλά και στο χώρο της κοσμικής σοφίας. Ένας αγώνας επι­βολής των απόψεων και πεποιθήσεων του ενός επί του άλλου παρατηρείται με άκρατο φανατισμό και φιλόνικο διάθεση.
β) H αυτοκαύχηση και το ψέμα κατά της αλήθειας. Δεν είναι δυνατό να σταθεί η ψεύτικη και  κίβδηλη αυτή σοφία χωρίς την καύχηση και το ψέμα κατά της αλήθει­ας. Και είτε ταυτίσουμε τα δύο ρήματα «μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε», οπότε σημαίνουν την ψευδή καύχηση για την κατοχή της αληθινής σο­φίας, είτε τα εκλάβουμε σαν δύο διαφορετικά, τότε το «μὴ κατακαυχᾶσθε», σημαίνει μην καυχάστε έναντι των άλλων ότι είσθε σοφοί και άρα ανώτε­ροι. Και το μη «ψεύδεσθε», σημαίνει το σκανδαλισμό και την απάτη που παρουσιάζουν στην καθη­μερινή τους ζωή από την αντινομία και την ασυνέ­πεια των έργων και της ζωής τους προς τις πεποι­θήσεις και το φιλοσοφικό τους πιστεύω. Κι η αντί­θεση αυτή έχει σαν συνέπεια τη σύγχυση ως προς το νόημα της ζωής και της αλήθειας.
γ) «Είναι επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης».
Επίγειος. Ο θείος Ιάκωβος κά­νει διάκριση της θείας σοφίας, της άνωθεν κατερχόμενης και της ανθρώπινης που είναι προϊόν της φυσικής εμπει­ρίας του ανθρώπου και που κατάγεται εκ του πεπερασμένου κόσμου. Γι' αυτό την απο­καλεί επίγεια και άρα εφήμερη. Γιατί αναιρείται, μεταβάλλεται και αλλάζει τόσο εύκολα όσο εύκολα κι ο άνθρωπος αλλάζει τα ενδύματα του.
Ψυχική. Αναφέρεται και ασχολείται μόνο με την απλή φυσική ζωή του άνθρωπου, που την έχουν κοινή και άνθρωποι και ζώα. Θεραπεύει και εξυπηρετεί μόνο τη σάρκα. Γι' αυτό και κατά τον απόστολο Παύλο καλείται σαρκική. Γιατί ικα­νοποιεί τις κατώτερες τάσεις και επιθυμίες και όχι τις ανώτερες εφέσεις και επιδιώξεις του πνεύματος και της ηθικής. Δεν έχει καμιά σχέση με το Άγιο Πνεύμα, το οποίο και δεν δέχεται αλλά απορ­ρίπτει.
Δαιμονιώδης. Και κατά τον θείο Ιάκωβο και τον απ. Παύλο η σοφία αυτή αφού είναι σαρκική και επίγεια εκτρέφει τον εγωι­σμό και υποθάλπει την οίηση με αποτέλεσμα το φανατισμό, την επιμονή εις την ίδια γνώμη, τους διχασμούς, τις φιλονικίες, τις διαιρέσεις. Δεν της λείπει πολλές φορές η διαλεκτική δεξιότητα, η μάθηση, η θαυμαστή επιχειρηματολογία, η λε­πτότητα των παρατηρήσεων και η οξύτητα της αντιλήψεως. Όλες όμως αυτές οι εκδηλώσεις και τα προτερήματα συνδέονται με ένα πνεύμα στενό, μικρολόγο, εφήμερο, γήινο, υλιστικό, χωρίς κάτι ανώτερο, πνευματικό να αγκαλιάζει και να τροφο­δοτεί την πνευματική ζωή του.  
         «Ἡ ἄνωθεν σοφία» (Ιακ. γ',17-18)
Αγνή. Απαλλαγμένη από κάθε τι γήινο, σαρκικό, υλικό. Είναι ελεύθερη από κάθε ελάτ­τωμα και αδυναμία. Δεν υποτιμά την ανθρώπι­νη γνώση και μάθηση με την οποία αποκαλύπτεται και ψηλαφείται η Πανσοφία του Θεού. Δίνει όμως την πρωτεύουσα θέση στην καθαρότητα της καρδιάς, στην αγιότητα της ζωής του ανθρώπου. Χωρίς αυτή τη βασική προϋπόθε­ση δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί αληθινής και πραγματικής σοφίας.
Ειρηνική. Οι αληθινά σοφοί σκέπτονται και ενεργούν πάντοτε ειρηνικά. Ο θυμός και οι εξάψεις τούς είναι άγνωστα. Κι όταν ακόμη οι άλλοι τους προκαλούν, προσπαθούν να δια­τηρήσουν την ειρηνική ατμόσφαιρα ή και να την επαναφέρουν, όταν αυτή έχει φυγαδευτεί. Σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής τους σύνθημα έχουν αυτό του Παύλου: «εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες. μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ» (Ρωμ. ιβ', 18-19).
Επιεικής. Ποτέ δεν παρουσιάζονται απαιτητικοί στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των άλλων είτε προσωπικά σ' αυτούς είτε και προς το σύνολο. Είναι επιεικείς στις διεκδι­κήσεις και απαιτήσεις των (έστω και δίκαιων) δικαιωμάτων τους. Γνώρισμα τους είναι: «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλ. δ', 5).
Ευπειθής. Ο φωτισμένος από τη σοφία του Θεού άνθρωπος, δεν είναι πείσμων. Δεν απορρίπτει ασυζητητί τις γνώμες και τις σκέψεις των άλλων. Δε δεσμεύεται από προκαταλήψεις και έμμονες ιδέες, που κάνουν δύσκολο και αδύνατο το διάλογο. Ακούει, δέχεται, συζητεί, ερευνά κάθε περίπτωση. Είναι αντικειμενικός. Συγχρόνως όμως δεν είναι και εύπιστος. Ούτε και παρασύρεται από τα διάφορα ρεύματα. Δεν υπηρετεί σκοπιμότητες και συμφέροντα.
Μεστή ελέους. Ο υπό της θείας σοφίας, εμπνεόμενος και καθοδηγού­μενος άνθρωπος, είναι γεμάτος αγάπη, πού ποι­κιλοτρόπως εκδηλώνει στην ζωή του. Σύνθημα το του Παύλου: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» (Β' Κορ. ια', 29).
Και καρπών αγαθών. Ο αληθινά σοφός λιώνει κυριολεκτικά σα λαμπάδα στη διακονία και στην εξυπηρέτηση των αδελφών του. Πρώτα των οικείων της πίστεως και έπειτα κάθε ανθρώπου που θα βρεθεί μπροστά του. Δεν χρηματίζεται, αλλ’ εκδαπανάται. Δεν αποσκοπεί σε επαίνους και χειροκροτήματα, άλλα σε άσκηση της αγάπης σαν καθήκον και υποχρέωση του. Έτσι η διά του λόγου και ιδιαιτέρως του παραδείγματος μεταδιδόμενη στους άλλους άνωθεν σοφία, γίνεται αφορμή και αιτία, ώστε και οι άλλοι που την δέχο­νται και την ακολουθούν να καρποφορούν και να προΐστανται  και αυτοί σε έργα αγάπης και φιλαν­θρωπίας.
Αδιάκριτος. Αυτός που εμπνέεται από την άνωθεν σοφία είναι απαλλαγμένος δισταγμών και ταλαντεύσεων. Δεν παρουσιάζεται δίψυχος και αναποφάσιστος αλλά ούτε και σπεύδει από επιπο­λαιότητα. Και αποβλέπει στην ουσία και όχι σε λεπτομέρειες. Γενικότερα είναι  απροσωπόληπτος. Δεν αποβλέπει ούτε σε πρόσωπα ούτε σε κα­ταστάσεις.
Ανυπόκριτος. Εκθέτει και παρουσιάζει τη σώζουσα αλήθεια σαφώς, ευθέως, χωρίς περι­στροφές και συγκαλύψεις. Είναι ελεύθερος και αδούλωτος σε προσχήματα και κολακείες, όταν απευθύνεται στους ισχυρούς, αλλά και από την αυστηρότητα και τη σκληρότητα, όταν απευθύνεται στους αδύνατους και ταπεινούς.


Η αληθινή αγάπη και η αληθινή σοφία έχουν κοινή την καταγωγή και την προέλευση. Προέρχονται από τον Ουρανό και μεταφυτεύονται στη γη. Και είναι πραγματικά αβυσσαλέα η από­σταση και η διαφορά ανάμεσα στη γήινη, ανθρώπινη σοφία και στην άνωθεν σοφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου